Σήμα κινδύνου από τη μείωση 12% των ελληνικών αποθεμάτων ρευστότητας
Από τα 7,1 δισ. του 2010 στα 77,3 εκατ. του 2015 και τώρα στα 2,79 δισ.
Πέφτει αισθητά η στάθμη της ρευστότητας που υπάρχει στα Δημόσια Ταμεία της χώρας, καθώς στα δύο τελευταία τρίμηνα, τα διαθέσιμα έχουν μειωθεί κατά 383 εκατ. ευρώ και είναι πλέον 12% λιγότερα…
Το αρνητικό αυτό δεδομένο, αποτελεί το ηχηρότερο σήμαντρο κινδύνου για τον εξαιρετικά περιορισμένο χρόνο που έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση, προκειμένου να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση και κυρίως, να πάρει τα απολύτως αναγκαία 6,1 δισ. ευρώ της δανειακής δόσης.
Είναι ενδεικτικό ότι στα τέλη του περσινού Ιουνίου τα ταμειακά διαθέσιμα της Ελλάδος ήταν στα επίπεδα των 3,174 δισ. ευρώ. Τρεις μήνες αργότερα υποχώρησαν στα 3,004 δισ., ενώ στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου μειώθηκαν ακόμη περισσότερο και διαμορφώθηκαν στα 2,791 δισ. Η σημαντική αυτή συρρίκνωση των αποθεμάτων ρευστότητας, συντελέστηκε παρά το γεγονός ότι η χώρα έλαβε δύο δανειακές δόσεις συνολικού ύψους 10,3 δισ. ευρώ, κλείνοντας σε δύο φάσεις την πρώτη αξιολόγηση.
Από αυτήν τη δανειακή βοήθεια, τα περίπου 5,5 δισ. πήγαν σε αποπληρωμές των δανειστών (ομόλογα, χρεολύσια και τόκοι) ενώ άλλο ένα τμήμα πήγε σε εξόφληση των εσωτερικών υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τους ιδιώτες. Με συνέπεια οι ληξιπρόθεσμες αυτές υποχρεώσεις να μειωθούν στο δεύτερο εξάμηνο του 2016 από τα 7,2 δισ. στα 3,3 δισ. ευρώ. Πέραν τούτων, 617 εκατ. ευρώ ήταν το κόστος του κοινωνικού βοηθήματος που χορηγήθηκε στα τέλη της περσινής χρονιάς στους χαμηλοσυνταξιούχους.
Τυπικά, αλλά και ουσιαστικά η ανθεκτικότητα των ταμειακών διαθεσίμων εξαρτάται από τις ανάγκες της χώρας για την αποπληρωμή των υποχρεώσεών της. Λαμβάνοντας βέβαια υπ’ όψιν και τη ροή των κρατικών εσόδων, σε συνάρτηση με τα λειτουργικά έξοδα που βαρύνουν τον προϋπολογισμό.
Προ ημερών δόθηκαν 2 δισ. στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) έναντι των ομολόγων που είχαν χορηγηθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών. Τα κεφάλαια αυτά πιστώθηκαν από το ΤΧΣ στη Δημόσιο και προήλθαν από την εξόφληση των μετατρέψιμων και προήλθαν από την εξόφληση των μετατρέψιμων ομολογιών (Coco’s) της Εθνικής Τράπεζας, η οποία με τη σειρά της είχε πάρει ρευστότητα από την πώληση της Finansbank.
Θερμό σκηνικό
Το αμέσως επόμενο χρηματοδοτικό «Ραντεβού» για τη χώρα είναι στις 17 Μαρτίου, όταν και οφείλει να αποπληρώσει μια μικρή δόση προς το ΔΝΤ (145,1 εκατ. ευρώ). Οι πιέσεις αυξάνονται τον προσεχή Απρίλιο, καθώς στις 4 του μηνός θα πρέπει να αποπληρωθούν ομόλογα που διακρατούνται από την ΕΚΤ (48 εκατ. ευρώ), ενώ στις 20 του ίδιου μήνα, οι πληρωμές ομολόγων που διακρατεί η ΕΚΤ (από εκείνα που δε μετείχαν στο «κούρεμα» του 2012) ανέρχονται σε 1,35 δισ.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι οποίοι θεωρούν ότι μέχρι τις 7 Απριλίου θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση. Αν αυτό δε συμβεί, η χώρα έχει τη δυνατότητα να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις. Διότι από τα μέσα Μαρτίου, το ελληνικό Δημόσιο θα ενισχύσει κατά 1 δισ. τα αποθέματα ρευστότητας, καθώς θα λάβει τη μερίδα του λέοντος από το μέρισμα της Τραπέζης της Ελλάδος…
Σε κάθε περίπτωση και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκτιμάται ότι η αξιολόγηση θα κλείσει, πριν η Ελλάδα πλησιάσει πολύ κοντά στο… πιστωτικό παγόβουνο. Διότι τον προσεχή Ιούλιο θα πρέπει να πληρωθούν διαδοχικά: Στις 3 του μηνός ένα παλιό δάνειο σε Γιεν, συνολικού ύψους 285,7 εκατ. ευρώ. Στις 17, το νέο ομόλογο που εκδόθηκε το 2014, ύψους 2,09 δισ. Στις 18 η οφειλλή 290,2 εκατ. προς το ΔΝΤ, ενώ στις 20 μηνός πρέπει να δοθουν 3,9 δισ. ευρώ για τις λήξεις ομολόγων που έχει η ΕΚΤ και οι άλλες Εθνικές Τράπεζες.
Όλα αυτά δείχνουν ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Ιουλίου είναι περί τα 6,5 δισ. ευρώ, ενώ αν προστεθούν και οι τόκοι εξυπηρέτησης δανεισμού, οι οφειλές είναι στα επίπεδα των 7,3 δισ. ευρώ. Μάλιστα, ακόμη και με τη νέα δόση των δανειστών, θα χρειαστεί να αντληθούν και αποθέματα από την ταμειακή ρευστότητα του ελληνικού Δημοσίου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η «απόλυτη παγίδα» του Ιουλίου δεν αφήνει κανένα περιθώριο στην κυβέρνηση να «παίξει με τη φωτιά» μέχρι την τελευταία στιγμή.
Στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης χρέους, τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου ήταν στο ψηλότερο σημείο τους (7,159 δισ.) στα τέλη Μαρτίου του 2010, λίγο πριν από το πρώτο μνημόνιο. Τότε, βέβαια, η χώρα είχε μπροστά της, πολλαπλάσιες χρηματοδοτικές ανάγκες. Τα αποθέματα ρευστότητας «έξυσαν τον πάτο του βαρελιού» στα τέλη Ιουνίου του 2015, καθώς τότε είχαν απομείνει μόλις… 77,3 εκατ. ευρώ. Το κλείσιμο των Τραπεζών, η επιβολή capital controls και εντέλει το τρίτο κατά σειράν μνημόνιο, κυριάρχησαν εκείνη την ταραγμένη περίοδο και πλέον η πραγματική οικονομία δεν αντέχει να επαναληφθεί το ίδιο σκηνικό.
1 δισ. για τόκους μετά τον «θερμό» Ιούλιο
Τα φανερά και τα «κρυφά» βάρη
Μετά από τον «καυτό» Ιούλιο, οι υποχρεώσεις της χώρας δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλες, καθώς μέχρι τα τέλη του 2017 οι οφειλές είναι περί τα 300 εκατ. ευρώ στο ΔΝΤ. Στις 27 Αυγούστου λήγει ένα ομόλογο του ESM (1,6 δισ.) που αφορά κι αυτό την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, που όμως κατά τα φαινόμενα μπορεί να είναι «ειδικού χειρισμού» όπως έγινε με το πρώτο.
Από τα στοιχεία του εφετινού προϋπολογισμού προκύπτει επίσης, ότι στο τελευταίο 5μηνο του έτους, απαιτούνται περίπου 1 δισ. για αποπληρωμές τόκων. Χωρίς στα κόστη αυτά να συνυπολογίζονται οι κυλιόμενες εκδόσεις εντόκων γραμματίων που ανέρχονται συνολικά 14,9 δισ. ευρώ. «Βαρίδι» είναι επίσης και η εξυπηρέτηση του βραχυπρόθεσμου δανεισμού σε Repos (11,3 δισ.) που έχουν αντληθεί από φορείς του Δημοσίου.
Πριν από τα δραματικά γεγονότα του 2015, όπου χρησιμοποιήθηκαν καταθέσεις Δημόσιων Φορέων για να καληφθούν κρατικές ανάγκες, τα Repos ήταν της τάξεως των 3,5 δισ. ευρώ.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι σημαντικό «αγκάθι» είναι και οι ανεξόφλητες εγγυήσεις του Δημοσίου που ανέρχονται σε 12,8 δισ. ευρώ.
Επί της ουσίας, η στήριξη της χώρας από τους δανειστές είναι μονόδρομος, για όσο διάστημα η Ελλάδα δεν έχει πρόσβαση στις αγορές, προκειμένου να αντλήσει ρευστότητα με ένα λογικό και ορθολογικό κόστος.
Έτσι ώστε να καλύπτει τις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους με ίδια μέσα. Κάτι τέτοιο όμως, αποτελεί ένα «ανοικτό στοίχημα» που θα κριθεί από σειρά παραγόντων. Με πρώτον, εκείνο της ποσοτικής χαλάρωσης και της αγοράς ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, που αναμένεται να ρίξει τις αποδόσεις των κρατικών τίτλων και να μειώσει τα κόστη δανεισμού.
Από την ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ