Ποια «αγκάθια» παραμένουν στις διαβουλεύσεις με το κουαρτέτο – Αγώνας δρόμου για το Eurogroup της 20ής Μαρτίου
Στον αέρα βρίσκονται οι διαπραγματεύσεις με το κουαρτέτο των Θεσμών, μια εβδομάδα μετά την επανέναρξη των διαβουλεύσεων, καθώς οι δανειστές εμφανίζονται ανυποχώρητοι σχεδόν σε όλα τα θέματα και κυρίως στα προτεινόμενα από την ελληνική κυβέρνηση μέτρων – αντιμέτρων για την περίοδο μετά το 2019.
Το πρόγραμμα συναντήσεων με τα τεχνικά κλιμάκια περιλαμβάνει και την αυριανή, αλλά μάλλον οι συναντήσεις θα κρατήσουν μέχρι την ερχόμενη Παρασκευή, προκειμένου να εξασφαλιστεί σε πρώτη φάση μια συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο (staff level agreement). Εάν αυτό δεν επιτευχθεί, οι διαβουλεύσεις παρατείνονται επικίνδυνα τουλάχιστον μέχρι τον Μάιο, οπότε το κλίμα αβεβαιότητας που θα ενταθεί έτι περισσότερο θα δημιουργήσει νέα πλήγματα στην πραγματική Οικονομία. Τουλάχιστον αυτό εκτιμούν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Τράπεζα της Ελλάδος και οι υπόλοιποι τραπεζίτες, και τονίστηκε από τους ομιλητές στο 2ο Οικονομικό Forum στους Δελφούς.
Ήδη έχει καταγραφεί σημαντική μείωση καταθέσεων το τελευταίο δίμηνο [βλ. σχετικά: Moody’s: Credit negative η μείωση καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες], αλλά και αντιστροφή του ρυθμού μείωσης των «κόκκινων» δανείων.
Από την άλλη, μπορεί τα έσοδα τον Φεβρουάριο να κινήθηκαν εντός στόχων, ωστόσο αυτό έγινε λόγω και της σημαντικής τόνωσης των εισπράξεων από τα κέρδη της Τράπεζας της Ελλάδος.
Τα «αγκάθια» στις διαπραγματεύσεις με το κουαρτέτο
Άκαμπτη στάση τηρεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στα καυτά ζητήματα των ομαδικών απολύσεων και της επιστροφής στο καθεστώς των συλλογικών εργασιακών συμβάσεων [βλ. σχετικά: Επιμένει στις ομαδικές απολύσεις το ΔΝΤ]. Πέραν αυτών, διάσταση σημειώνεται και σε επιπλέον δύο ζητήματα:
– Το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2016. O γενικός γραμματέας δημοσιονομικής πολιτικής Φραγκίσκος Κουτεντάκης δήλωσε χθες στους Δελφούς ότι «η περσινή χρονιά κλείνει για την Ελλάδα με το υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα μεταξύ όλων των χωρών της ΕΕ» [βλ. σχετικά: Κουτεντάκης: Ελληνικό το υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα στην ΕΕ]. Πληροφορίες αναφέρουν ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει στείλει στους θεσμούς στοιχεία για πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 3% του ΑΕΠ, ενώ και η ΤτΕ έχει αναθεωρήσει προς τα πάνω τις εκτιμήσεις της, από το 2% σε πάνω από 2,5%.
Το ΔΝΤ δεν αναθεώρησε μέχρι τώρα την αρχική εκτίμησή του για πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 στο 0,9%, διότι προφανώς αναμένει τα επίσημα στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat (θα ανακοινωθούν στις αρχές Απριλίου). Ωστόσο οι διαπραγματεύσεις μπορούν να συνεχιστούν σε τεχνικό επίπεδο και να επέλθει συμφωνία, ενώ σε ύστερη φάση είναι δυνατόν να γίνουν οι απαιτούμενες διορθώσεις.
Επίσης, η πρόβλεψη για δημοσιονομικό κενό το 2018 ύψους 700 εκατ. ευρώ έχει πλέον υποχωρήσει, από την πλευρά των Θεσμών, στα 200 – 300 εκατ. ευρώ (αυτό το σενάριο εξετάζουν πλέον τα τεχνικά κλιμάκια). Πάντως διαψεύδεται το ότι Θεσμοί και ΔΝΤ θέτουν ζήτημα μείωσης του αφορολογήτου ορίου ή των συντάξεων από το 2018.
– Το περιεχόμενο των «αντιμέτρων». Αυτή τη στιγμή τα «offset measures», όπως τα ονομάζουν οι Θεσμοί, είναι και το μεγάλο «αγκάθι» στις διαπραγματεύσεις. Το ΔΝΤ επιμένει στην ανάγκη μείωσης των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις αλλά και για τα φυσικά πρόσωπα που δηλώνουν μεσαία και υψηλά εισοδήματα, με το επιχείρημα ότι θα τονωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Η ελληνική πλευρά θέλει τα αντίμετρα να ενισχύουν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες οι οποίες θα πληγούν από τη μείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων, ενώ ως «αναπτυξιακό μέτρο» βάζει στο τραπέζι και τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών αντί για τη μείωση φόρων των επιχειρήσεων.
Παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις στο Χίλτον, από τις οποίες θα εξαρτηθεί αν θα υπάρξει «τεχνική συμφωνία» μέχρι τις 20 Μαρτίου, σε πλήρη εξέλιξη βρίσκονται οι διαβουλεύσεις και για τα υπόλοιπα στοιχεία της συμφωνίας, όπως η διευθέτηση του χρέους, τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 αλλά και η εκπλήρωση των προϋποθέσεων, ώστε να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Θετικές οι προοπτικές για χρέος και πρωτογενή πλεονάσματα
Σύμφωνα μ ε πληροφορίες, δεν υπάρχει πλέον στο προσκήνιο η δεδομένη απόφαση του περυσινού Eurogroup να μην υπάρξει καμιά περαιτέρω κίνηση στην κατεύθυνση διευθέτησης του ελληνικού χρέους μέχρι και το τέλος του 3ου μνημονίου, δηλαδή μέχρι το καλοκαίρι του 2018 [βλ. σχετικά: Φως στο τούνελ του ελληνικού χρέους]. Παραμένει ανοιχτό το εάν, κατόπιν συμφωνίας στην Αθήνα, στο επικείμενο Eurogroup της 20ής Μαρτίου αναληφθεί μια «νομική δέσμευση» ότι θα παρθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε η ετήσια δαπάνη για την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους να μην υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ μέχρι το 2032.
Ανοικτό είναι και το ενδεχόμενο αλλαγής των δημοσιονομικών στόχων, αλλά για την περίοδο μετά το 2021. Κοινοτικές πηγές, πάντως, συνέδεαν την αλλαγή στους δημοσιονομικούς στόχους (π.χ. τη μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος από το 3,5% που θα παραμείνει μέχρι το 2021 στο 3% ή και χαμηλότερα μετά το 2021) με την ανάληψη συγκεκριμένης δέσμευσης από την Ελλάδα για την άμεση προώθηση όλων των μεταρρυθμίσεων σε εργασιακά, άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση αγορών κ.λπ.
Ανώτατος οικονομικός παράγοντας εξηγούσε στο περιθώριο του 2ου Οικονομικού Forum των Δελφών ότι η Ελλάδα δεν «χάνει» τη συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, καθώς οι αγορές ομολόγων γίνονται επί της καθαρής αξίας.
Αυτή τη στιγμή το ποσό που αντιστοιχεί στην Ελλάδα είναι περίπου 3-3,5 δισ. ευρώ, το οποίο φαντάζει μικρό αλλά είναι σημαντικό ως ποσοστό επί του συνόλου των ελληνικών ομολόγων που έχουν περιοριστεί σημαντικά λόγω του δανεισμού από τον επίσημο τομέα.
Οι συνέπειες, επομένως, από την καθυστέρηση των διαπραγματεύσεων δεν θα φανούν ενδεχομένως στην απώλεια του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Φαίνονται όμως σε άλλα επίπεδα, όπως η μείωση των καταθέσεων, η αύξηση των «κόκκινων» δανείων, η απώλεια των προϋποθέσεων για περαιτέρω χαλάρωση των capital controls, η πιθανότητα αύξησης του ELA αλλά και η απώλεια επενδύσεων, καθώς σύμφωνα με ανώτατο οικονομικό παράγοντα «υπάρχουν δεκάδες επενδυτές οι οποίοι περιμένουν την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για να τοποθετηθούν στην Ελλάδα».