Ομαδικές απολύσεις, λοκ-άουτ και κατώτατος μισθός μπλοκάρουν την σύγκλιση
Με σχεδόν όλα τα θέματα ανοικτά συνεχίζει τις διαβουλεύσεις με τους Θεσμούς η κυβέρνηση, μέχρι την εβδομάδα πριν το Eurogroup της 20ής Μαρτίου, όπου, σύμφωνα με την πλευρά των δανειστών, θα υπάρξει πρόοδος και όχι τελική συμφωνία.
Αυτό φαίνεται πως το κατανοεί και η ελληνική πλευρά. Στελέχη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης έκαναν χθες λόγο για σημαντική πρόοδο στο επικείμενο Eurogroup –επομένως όλα πια μετατίθενται για τον Απρίλιο.
Επί της ουσίας, η σύγκλιση έγκειται προς το παρόν στην λήψη πρόσθετων μέτρων, που θα καθοριστούν στις αρχές της ερχόμενης εβδομάδας και που δεν απασχολούν ιδιαίτερα το ελληνικό ΥΠΟΙΚ –τουλάχιστον όσον αφορά το 2018, αφού η άνω προβλέψεων εισπράξεις του 2016 και οι μετέπειτα μειώσεις δημοσίων δαπανών κάλυψαν την «μαύρη τρύπα» στα δημοσιονομικά αυτής της χρονιάς.
Στον «Προκρούστη» συντάξεις και αφορολόγητο
Επί τάπητος ετέθησαν όλα τα νέα μέτρα για περικοπές σε συντάξεις και αφορολόγητο όριο. Το ζήτημα πλέον είναι πόσο βαθιά θα χωθεί το «μαχαίρι» για τα έτη 2019 και 2020. Μέχρι την τελευταία στιγμή, οι δανειστές αξίωναν την ολοσχερή και αυτόματη παύση ισχύος της «προσωπικής διαφοράς» μέσα στην διετία 2019-2020.
Στο ζήτημα των εργασιακών, το ΔΝΤ παραμένει αμετακίνητο στην απαίτησή του για απελευθέρωση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα, καθώς επίσης και για το δικαίωμα των εργοδοτών για «ανταπεργία». Όμως οι «ιδεοληψίες» του ΔΝΤ, όπως χαρακτηριστικά είπε χθες κυβερνητικό στέλεχος, δεν σταματούν εκεί, αφού το Ταμείο διαφωνεί κατηγορηματικά προς την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων.
Τέλος, εμπλοκή σημειώθηκε και στο ζήτημα των Ενεργειακών, εξαιτίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού που αλλάζει τα δεδομένα.
Συμφωνία καταγράφεται μόνον στο θέμα του εξωδικαστικού συμβιβασμού, με τη βάση εκκίνησης για ένταξη στη ρύθμιση να ξεκινά από τα 20.000 ευρώ οφειλής.
Αμετακίνητοι οι δανειστές σε Εργασιακά και κατάργηση της προσωπικής διαφοράς
Οι δανειστές επιμένουν στις αρχικές αξιώσεις τους στο Ασφαλιστικό και τα Εργασιακά, όπου όλα τα καυτά θέματα παραμένουν σε εκκρεμότητα. Οι δανειστές επιμένουν στην απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, την ανταπεργία, τις αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο, τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση και στην υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας έναντι των κλαδικών.
Ειδικά το ΔΝΤ έχει ιδεολογική εμμονή με τις ομαδικές απολύσεις, θεωρώντας ως παράλογο το να μη δοθεί στους επενδυτές το «εργαλείο» των ομαδικών απολύσεων, τη στιγμή που παρέχονται άλλες διευκολύνσεις όπως η μείωση μισθών και οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
ΔΝΤ και Κομισιόν συμφωνούν στην αύξηση του ορίου των απολύσεων στο 10% μηνιαίως, από 5% που είναι σήμερα και μέχρι 30 απασχολούμενους, για επιχειρήσεις με πάνω από 150 εργαζομένους, καθώς και κατάργηση της προέγκρισης των απολύσεων από το κράτος.
Επίσης οι δανειστές απέκλεισαν κάθε σενάριο για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων –καταπατώντας την «κόκκινη γραμμή» των Κατρούγκαλου και Αχτσιόγλου. Ουσιαστικά, οι δανειστές επιμένουν ρητά ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να παρεκκλίνει από το πακέτο μεταρρυθμίσεων του 2012, το οποίο προέβλεπε την κατάργηση των κλαδικών διαπραγματεύσεων για τις εργασιακές συμβάσεις, θεωρώντας ότι αυτές ευθύνονται για σωρεία δεινών της ελληνικής Αγοράς εργασίας.
Στο ασφαλιστικό, η κ. Βελκουλέσκου επιμένει στην αφαίμαξη της προσωπικής διαφοράς «ακαριαία» στις συντάξεις το 2019 ή το 2020, αποκρούοντας το αίτημα της ελληνικής πλευράς για εφαρμογή μεταβατικής περιόδου σε βάθος 5 ετών, από το 2020 έως το 2025.
Οι Έλληνες αξιωματούχοι προσπάθησαν να πείσουν τους δανειστές να δεχτούν τη σταδιακή μείωση των συντάξεων, με το επιχείρημα ότι σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν εφαρμόζονται δραστικές αλλαγές στο Ασφαλιστικό χωρίς μεταβατική περίοδο. Η ελληνική πλευρά εμμένει η μεταβατική περίοδος να αρχίσει από το 2020, ώστε οι περικοπές να έρθουν σταδιακά στους συνταξιούχους, προσδοκώντας να αντισταθμιστούν από τα «θετικά» αντίμετρα.
Ωστόσο οι αντισταθμιστικές ελαφρύνσεις που πρότεινε η κυβέρνηση απορρίφθηκαν, καθώς οι δανειστές θέλουν να κυριαρχεί ο αναπτυξιακός χαρακτήρας, ενώ η ελληνική πλευρά πριμοδοτεί την κοινωνική χροιά των μέτρων.
Το επικρατέστερο σενάριο προβλέπει την περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις κύριες συντάξεις άνω των 600-700 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η μέση σύνταξη αυτού του επιπέδου θα μειωθεί κατά περίπου 10%, ενώ η περικοπή θα αγγίξει το 30% στις συντάξεις άνω των 1.000 – 1.200 ευρώ.