Στον «Προκρούστη» προσωπική διαφορά, αφορολόγητο και θετικά αντίμετρα – Προ εργασιακού «Μέσαιωνα» η χώρα
Η αναχώρηση των εκπροσώπων των Θεσμών, την περασμένη Πέμπτη, χωρίς ασφαλώς επίτευξη συμφωνίας, δημιουργεί ισχυρό «πονοκέφαλο» στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, τόσο επειδή το ΔΝΤ δεν φαίνεται διατεθειμένο να «νερώσει το κρασί του» όσο και διότι ουδείς πλέον γνωρίζει μετά βεβαιότητας εάν η τρόικα προλάβει να επιστρέψει πριν το Πάσχα, δηλαδή πριν τις 16 Απριλίου, προκειμένου η χώρα να προλάβει τις πνιγηρές προθεσμίες σχετικά με την είσοδό της στο πρόγραμμα χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE).
Ουσιαστικά η χώρα βρίσκεται σε κλοιό πιέσεων, καθώς οι ελληνικές προτάσεις περί ισοδυνάμων αντιμέτρων δεν έγιναν δεκτές από την Κομισιόν, ενώ το Ταμείο δεν υπαναχωρεί επιμένοντας στην περικοπή του αφορολογήτου ορίου και των συντάξεων, από 1/1/2019, ενώ απορρίπτει την επαναφορά των συλλογικών συντάξεων.
Αυτό που τώρα διαφαίνεται ίναι ότι η επιστροφή των Θεσμών αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ όρο για την ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου (staff-level agreement) συμφωνίας για την τρέχουσα αξιολόγηση. Αρμόδιες πηγές της Κομισιόν επιμένουν στην φυσική παρουσία των τεχνοκρατών στην Αθήνα, θεωρώντας τις τηλεφωνικές επαφές ως μη ενδεδειγμένη και αποτελεσματική διαδικασία διαβουλεύσεων.
Με την παραπάνω άποψη συμφωνεί απολύτως και το ΔΝΤ.
Ανοιχτά όλα τα «μέτωπα» – Στον «Προκρούστη» αφορολόγητο όριο και συντάξεις
Στα 5.600 ευρώ «γκρεμίζεται» το αφορολόγητο, προκειμένου η κυβέρνηση να κλείσει την «μαύρη τρύπα» του 1,8 δισ. ευρώ. Οι επιλογές της είναι δύο: Ή θα ελαττώσει το όριο ακόμη και κάτω από τα 5.000 ευρώ, με χαμηλότερο συντελεστή περίπου στο 15% ή θα δεχτεί την πρόταση των δανειστών για αφορολόγητο από 5.600 ευρώ για τον άγαμο, με αρχικό συντελεστή 22%. Μέχρι στιγμής, όλα δείχνουν ότι προτιμά το δεύτρο σενάριο.
Από την άλλη, όσον αφορά το Συνταξιοδοτικό, το ΔΝΤ απορρίπτει την πρόταση της υπουργού Εργασίας Έφης Αχτσιόγλου, βάσει της οποίας το 1,8 δισ. ευρώ θα εξοικονομείτο σε δύο φάσεις (900 εκατ. ευρώ από το πάγωμα των αυξήσεων και άλλα 900 εκατ. από τη μείωση της προσωπικής διαφοράς σε βάθος χρόνου από το 2020). Το Ταμείο απαιτεί περικοπές άπαξ, από το 2019 –συνθήκη που σαφώς θα πλήξει ακόμη και τους χαμηλοσυνταξιούχους.
Πιο συγκεκριμένα, έως την τελευταία στιγμή πριν από την αναχώρησή τους, οι δανειστές αξίωναν την ακαριαία αφαίμαξη της προσωπικής διαφοράς το 2020, απορρίπτοντας την ελληνική πρόταση για σταδιακή περικοπή της σε βάθος 5 ετών -από το 2021 έως το 2025. Ωστόσο, παράγοντες της διαπραγμάτευσης εκτιμούν ότι οι δύο πλευρές μπορεί να συγκλίνουν κάπου στη μέση και να συμφωνήσουν σε μια 3ετή μεταβατική περίοδο, η οποία θα συνοδεύεται από σκληρές ρήτρες:
1) Να οριστεί το 2019 ως χρονική αφετηρία εφαρμογής των μέτρων και
2) Να επιτευχθούν οι στόχοι για τη μείωση των δαπανών και τα έσοδα, όπως θα περιγράφονται στην προνομοθέτηση των μέτρων.
Οι διαπραγματεύσεις επικεντρώνονται κυρίως στο ύψος της εξοικονόμησης, αν θα φτάνει δηλαδή στο 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ.) ή χαμηλότερα (π.χ. 0,75% του ΑΕΠ ή 1,4 δισ. ευρώ).
Στο τραπέζι βρίσκεται και το ποσοστό περικοπής της προσωπικής διαφοράς (20%-50%) που μπορεί συμφωνηθεί. Βασική προϋπόθεση για κάθε σενάριο που «ποσοτικοποιείται» είναι να βγαίνει ο λογαριασμός. Για να προκύψει μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1,6 δισ. ευρώ καθαρά, η μείωση των συντάξεων, εφόσον το μέτρο αφορούσε όλες τις συντάξεις από το πρώτο ευρώ, θα είναι περίπου 6,7% κατά μέσο όρο. Ωστόσο, δεν εμφανίζουν όλες οι συντάξεις θετική προσωπική διαφορά.
Από τις συνολικά 2,2 εκατομμύρια καταβαλλόμενες συντάξεις (πλην ΟΓΑ), που θα πρέπει να υπολογιστούν ξανά έως τον Σεπτέμβριο του 2017, προσωπική διαφορά εκτιμάται ότι θα προκύψει για 1,2 εκατομμύρια συντάξεις. Το συνολικό ύψος της προσωπικής διαφοράς υπολογίζεται στα 2,5 δισ. ευρώ.
Το επικρατέστερο σενάριο προβλέπει την περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις κύριες συντάξεις άνω των 600-700 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η μέση σύνταξη αυτού του επιπέδου θα μειωθεί κατά περίπου 10%, ενώ η περικοπή θα αγγίξει το 30% στις συντάξεις άνω των 1.000-1.200 ευρώ.
Η ελληνική πλευρά εμμένει η μεταβατική περίοδος να αρχίσει από το 2020 ώστε οι περικοπές να έρθουν σταδιακά στους συνταξιούχους, προσδοκώντας να αντισταθμιστούν από τα «θετικά» αντίμετρα.
Μη αποδεκτό το ελληνικό επιχείρημα της «μηδενικής επιβάρυνσης»
Διαφορετική είναι η στάση των δανειστών και στον τομέα εφαρμογής των αντιμέτρων που προβάλλει η ελληνική πλευρά. Ευρωπαίος αξιωματούχος ξεκαθαρίζει ότι «αντίμετρα θα υπάρχουν μόνον σε περιπτώσεις που ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% επί του ΑΕΠ επιτευχθεί. Επομένως, τα αντίμετρα θα εφαρμόζονται μόνον προκειμένου να πιαστεί ο στόχος του 3,5%. Εάν αυτός ξεπεραστεί, τα αντίμετρα θα είναι μηδενικά.
Εργασιακός Μεσαίωνας
Στα εργασιακά το ΔΝΤ δεν θέλει ούτε να ακούσει για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η ελληνική πλευρά διαπίστωσε με έκπληξη στο Χίλτον ότι η στήριξη από την πλευρά του εκπροσώπου της Κομισιόν στην τρόικα Ντέκλαν Κοστέλο, δεν ήταν αυτή που ανέμενε. Δεδομένη πρέπει να θεωρείται, τέλος, η αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων από 5% σε 10%.
Οι δύο πλευρές θα συνεχίσουν τις επαφές τους από σήμερα μέσω τηλεδιασκέψεων, e-mail και τηλεφωνημάτων ως το Eurogroup της 20ης Μαρτίου στις Βρυξέλλες. Εκεί, για δεύτερη φορά μέσα σε 30 ημέρες το καλύτερο που μπορεί να περιμένει η κυβέρνηση είναι -εκτός από την καταγραφήπροόδου- μια απόφαση για να γυρίσουν οι Θεσμοί στην Αθήνα και να υπάρξει staff level agreement πριν το Eurogroup της 7ης Απριλίου.
Εμπλοκή και στα Ενεργειακά
Τεχνική εμπλοκή εκδηλώθηκε τέλος και στα Ενεργειακά, λόγω παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού που αλλάζει τα δεδομένα, ενώ συμφωνία καταγράφεται μόνο στο θέμα του εξωδικαστικού συμβιβασμού, με τη βάση εκκίνησης για ένταξη στη ρύθμιση να ξεκινά από τα 20.000 ευρώ οφειλής.
Απογοήτευση
Ουσιαστικά το μόνο θέμα που έκλεισε στις δέκα μέρες των διαπραγματεύσεων στο Xίλτον ήταν το νομοσχέδιο για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό των χρεών των επιχειρήσεων, το οποίο όμως δεν αποτελούσε βασικό αγκάθι και ήταν εν πολλοίς έτοιμο εδώ και καιρό. Όπως έγινε γνωστό θα κουρεύεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο ΦΠΑ αλλά όχι ο Φόρος Μισθωτών Υπηρεσιών και οι ασφαλιστικές εισφορές.