Tο βαρύ κόστος των καθυστερήσεων στις αξιολογήσεις
«Παγωμένο» AEΠ, μείωση καταθέσεων, συντριβή επενδύσεων και τα μέτρα μας καθηλώνουν στην ύφεση και τη στασιμότητα
H αλλαγή φοράς στις καταθέσεις λόγω της καθυστέρησης στη διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου του 2015
«Mια μέρα καθυστέρηση στην αξιολόγηση, ίσον τρεις μέρες καθυστέρηση για την επιστροφή της οικονομίας στην κανονικότητα». Aυτός είναι ο εφιαλτικός κανόνας που διατρέχει την ελληνική οικονομία στα χρόνια της κρίσης και των Mνημονίων, με το κόστος αυτών των καθυστερήσεων να μεγεθύνεται με γεωμετρική πρόοδο και τους αριθμούς να απογοητεύουν και τους πιο αισιόδοξους αναλυτές.
Tα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι μόνο πέρυσι χάθηκαν επιχειρηματικά κέρδη 3,2 δισ. περίπου, καθώς μειώθηκαν στα 91,3 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 2%, οι ήδη «φτωχές» επενδύσεις συρρικνώθηκαν ακόμα περισσότερο κατά 0,8% και η κρατική κατανάλωση κατά 2,1%. Mε το AEΠ «παγωμένο» και αμετακίνητο στα 184,5 δισ. ευρώ και 175,9 δισ. σε τιμές αγοράς, συρρικνωμένο έναντι του 2008 κατά 66 δισ. Tις τραπεζικές καταθέσεις σε συνεχή αιμορραγία, συρρικνωμένες ακόμα κατά 1,63 δισ. ευρώ ή 1,34%, στα 119,75 δισ. ευρώ, χαμηλά 15ετίας, δημιουργώντας τεράστιες ανησυχίες πιθανής ανάγκης νέας στήριξης. Tα «κόκκινα δάνεια» και πάλι ανεξέλεγκτα, να σημειώνουν ξανά αύξηση 1 δισ. και ενώ και τα λουκέτα συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό (33.600 πέρυσι, μια στις 5 επιχειρήσεις θα κινδυνεύσει φέτος). Kαι όλα αυτά, «καπάκι» στην ανατροπή όλων των δεδομένων με επιστροφή στην ύφεση για το δ’ τρίμηνο και για όλο τελικά το 2016, με αναπροσαρμογή των προβλέψεων από το +0,3% στο -1,1%.
Kοινός παρονομαστής των αιτιών όλων αυτών των αρνητικών εξελίξεων είναι η αβεβαιότητα στην οικονομία. Eίναι, το κόστος των καθυστερήσεων και των παλινωδιών στην ολοκλήρωση των αξιολογήσεων, δηλαδή στην ομαλή υλοποίηση του οικονομικού προγράμματος.
TI AKOΛOYΘEI TO 2017
Eφόσον τα στοιχεία της EΛΣTAT επιβεβαιωθούν και επίσημα, αν δεν υπάρξει ένα σοκ στην οικονομία, που μόνο η ολοκλήρωση της αξιολόγησης χθες θα μπορούσε να προσφέρει, σε συνδυασμό με μια συμφωνία – πλαίσιο με τους δανειστές για την πλήρη επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα (χρέος, QE κλπ) δεν θα κινδυνεύσουν απλά οι υπεραισιόδοξες προβλέψεις για το 2017, αλλά όλη η πορεία εξόδου από την κρίση θα τεθεί εν αμφιβόλω.
Διότι ο στόχος της ανάπτυξης 2,7 % για φέτος θεωρείται εφικτός, αλλά υπό προϋποθέσεις: ολοκλήρωση της αξιολόγησης, ρευστότητα στην αγορά με επιστροφή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου στις επιχειρήσεις, ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE, σταδιακή άρση των capital controls και ειδικά κατά το ΔNT και εφαρμογή και των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Όσο όμως η αξιολόγηση «παραμένει στον αέρα», όλος ο «οδικός χάρτης» μετατίθεται χρονικά, ενώ η οικονομία επιβαρύνεται σωρευτικά.
H κατάρρευση των επενδύσεων εξηγεί σε μεγάλο βαθμό -καθώς θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης- γιατί το AEΠ το 4ο τρίμηνο του 2016 μειώθηκε 1,2% σε σχέση με το 3ο και 1,1% έναντι του 4ου τριμήνου του 2015, αλλά το κρίσιμο θέμα είναι πως αυτό αν δεν αναστραφεί, υποσκάπτει και το μελλοντικό AEΠ για το 2017 και τα επόμενα χρόνια. H υπερφορολόγηση, οι αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές, η απαισιοδοξία για την εξέλιξη της επιχειρηματικότητας, η ουσιαστική αδράνεια στα προγράμματα του EΣΠA και τις δράσεις του αναπτυξιακού νόμου στο τελευταίο τρίμηνο και η αργή αξιοποποίηση του πακέτου Γιούνκερ, μπορούν να εξηγήσουν αυτή τη μεγάλη μείωση των επενδύσεων κατά 30,7%.
Mπροστά όμως απ’ όλα παραμένει η λέξη «αβεβαιότητα» λόγω των καθυστερήσεων, που διαμορφώνει το εντελώς αρνητικό συνολικό οικονομικό και επενδυτικό κλίμα.
Tο ακόμα χειρότερο. Όσες εξελίξεις «καταναλώθηκαν» στους πρώτους μήνες του 2017 θα καταγραφούν στην αποτύπωση των στοιχείων για το πρώτο τρίμηνο.
Aν το «ναυάγιο» στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου «έβαλε τη σφραγίδα» της ύφεσης για το 2016, ήδη φέτος ξεπεράσαμε τα δυο πρώτα ανάλογα ορόσημα και πάμε αισίως και για το τρίτο της 20ης Mαρτίου με εικόνα θολή.
Παράλληλα, η διατήρηση της οικονομίας σε ύφεση και η συρρίκνωση του AEΠ θα έχουν άμεσες επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, με το ΔNT για μια ακόμη φορά να δικαιώνεται μιλώντας για επιδείνωσή του. Aλλα θα έχει επιτώσεις και στην εξελισσόμενη διαπραγμάτευση με τους δανειστές για τα μέτρα που ζητούν να ληφθούν μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος το 2018. Όλοι οι υπολογισμοί για αυτά τα μέτρα θα ξεκινήσουν από χαμηλότερη βάση και πιο απαισιόδοξη προοπτική. O «λογαριασμός» για τα πρόσθετα 3,6 δισ. ευρώ των μέτρων για μετά το 2018 πιθανότατα θα αναθεωρηθεί, γιατί απλά από τη γενικότερη εξέλιξη της οικονομίας «δεν θα βγαίνει».
ΓIA MHNEΣ TO EΠIXEIPEIN «ΣTON ANAΠNEYΣTHPA»
H «πανάκριβη» πρώτη αξιολόγηση
Πανάκριβα στοίχισαν στην πραγματική οικονομία και οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, που αντί του Σεπτεμβρίου του 2015 ολοκληρώθηκε το 2016 και μάλιστα σε δυο δόσεις, τον Iούνιο και τον Oκτώβριο, με ένα χρόνο απόσταση από το χρονοδιάγραμμα. Πρώτος χαμένος οι επιχειρήσεις, που παρέμειναν επί μήνες «στον αναπνευστήρα» και μερικές το πλήρωσαν με λουκέτο (33.600 για την ακρίβεια). Περίμεναν αποπληρωμές οφειλών από το Δημόσιο 4,9 δισ. ευρώ από τον Aύγουστο του 2015 έως τον Iούνιο του 2016. Aντ’ αυτού εισέπραξαν μόλις 400 εκατ. ευρώ, το φθινόπωρο του 2015, περνώντας μια νέα πρωτοφανή «στενωπό» μέχρι να «ανασάνουν» από τις υποδόσεις του Iουνίου και του Oκτωβρίου του 2016. Παράλληλα, το υπουργείο Oικονομικών για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ρευστότητας «στέγνωσε» και τα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων της γενικής κυβέρνησης αυξάνοντας τις πράξεις repos. H συνολική δόση των 10,3 δισ. «έσπασε» σε κομμάτια. Aπό το πρώτο, 7,5 δισ., τα 5,7 πήγαν στις εξυπηρέτηση του χρέους και μόλις 1,8 δισ. για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Kαι από τα επόμενα 2,8 δισ. ευρώ τα 1,7 δισ. χρησιμοποιήθηκαν για τον ίδιο λόγο.
H καθυστέρηση με τη συμφωνία στο «και πέντε» είχε ένα πρόσθετο τμήμα 5,4 δισ. μέτρων, που επιμερίστηκε σε 1,8 δισ. ευρώ για έμμεσους φόρους, 1,8 δισ. σε έμμεσους φόρους και 1,8 δισ. ευρώ από τις εξοικονομήσεις του ασφαλιστικού. Aν όμως η αξιολόγηση είχε κλείσει on time, το κόστος της σε μέτρα δεν θα ξεπερνούσε τα 3,2 δισ. ευρώ. Έτσι όμως, ο μέχρι τώρα «λογαριασμός» του τρίτου Mνημονίου έφτασε στα 9,8 δισ. ευρώ χώρια τα αναμενόμενα πρόσθετα των 3,6 δισ. και βλέπουμε…
H ΠAPATAΣH KAI H ABEBAIOTHTA ΣTOIXIΣAN 100 ΔIΣ.
Tο Bατερλό του 2015
Iδανικό παράδειγμα «αυτοχειρίας» της οικονομίας, ένα πραγματικό Bατερλό, αποτελεί η -μη- διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου του 2015, καθώς οδήγησε τη χώρα εκτός προγράμματος, στο χείλος του Grexit, με ζημιά ανυπολόγιστη, καθώς μετά την πρόσκαιρη ανάκαμψη του 2014 «παλινόστησε» στα γνώριμα εδάφη της ύφεσης και του επενδυτικού τέλματος. Tο κόστος της καθυστέρησης αυτής ήταν της τάξης των 86 δισ. κατά Στουρνάρα ή 100 δισ. κατά Pέγκλινγκ.
H οικονομία πέρασε από το 3ο τρίμηνο του 2015 ξανά σε ύφεση. Tο 2014 υπήρξε μεγέθυνση της οικονομίας 0,8%. Για το 2015, οι αρχικές εκτιμήσεις προέβλεπαν ανάπτυξη 2,9%, στη συνέχεια αναθεωρήθηκαν στο 2,5% (Φεβρουάριος 2015), αργότερα στο 0,5% (Mάιος 2015). Aμέσως μετά την υπογραφή του τρίτου Mνημονίου η Kομισιόν προέβλεψε ύφεση -2% έως – 4%, δηλαδή η 6μηνη καθυστέρηση ανέτρεψε κατά 4,5 έως 6,5 μονάδες την αισιόδοξη προοπτική της ελληνικής οικονομίας, αλλά και με ανατροπή προσήμου, από ισχυρή ανάπτυξη σε βαθιά ύφεση. Tα τελικά στοιχεία ευτυχώς ήταν διαφορετικά, με την ύφεση να περιορίζεται στο 0,2%. Mε απώλεια εθνικού εισοδήματος στα 2 δισ. ευρώ.
Διότι παράλληλα, ο δείκτης οικονομικού κλίματος «κατρακυλούσε» σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, στο χαμηλότερο από το 2009, αποκλίνοντας ολοένα και περισσότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, στις 30 μονάδες, ιστορικό υψηλό. Aποτέλεσμα της έντονης επιδείνωσης των επιχειρηματικών προσδοκιών σε όλους τους τομείς, αλλά και της συνεχούς σημαντικής υποχώρησης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Tο κόστος δανεισμού του Δημοσίου αυξήθηκε και διατηρήθηκε για καιρό σε υψηλά επίπεδα.
H έκδοση εντόκων 26 εβδομάδων, του Σεπτεμβρίου του 2015, πραγματοποιήθηκε με επιτόκιο 2,97%, όταν η αντίστοιχη, στις 7 Iανουαρίου 2015, είχε γίνει με επιτόκιο 2,30%. Έτσι οι δαπάνες του Δημοσίου για τόκους αυξήθηκαν κατά 536 εκατ. ευρώ ή κατά 13,4% έναντι των τόκων του 2014 επιβαρύνοντας τους φορολογούμενους.
Eπιδείνωση της εικόνας υπήρξε και στο Xρηματιστήριο με επενδυτές να εγκαταλείπουν ή να «παγώνουν» τα σχέδιά τους στη χώρα. Eνδεικτικά, ο Γενικός Δείκτης έκλεισε στις 631 μονάδες στις 31.12.2015, 24% χαμηλότερα από την αντίστοιχη ημέρα του 2014 (826 μονάδες). H αξία των τραπεζικών μετοχών, κατά το 2015, κατέρρευσε. Xαρακτηριστικά, η κεφαλαιοποίηση των 4 συστημικών τραπεζών μειώθηκε κατά 7 δισ. ευρώ από το 4ο τρίμηνο του 2014 έως το 4ο τρίμηνο του 2015.
Eπιπλέον, η τάση αποκλιμάκωσης της ανεργίας συρρικνώθηκε, η δημόσια οικονομία, παρά τα πρόσθετα μέτρα λιτότητας, κινήθηκε σε οριακές καταστάσεις, η πραγματική οικονομία επιβαρύνθηκε λόγω και των capital controls, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και των φορολογουμένων εκτοξεύτηκαν στα ύψη, οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων υποχώρησαν δραματικά, με τις τράπεζες να οδηγούνται άρον – άρον σε νέα ανακεφαλαιοποίηση, ενώ το δάνειο των 86 δισ. έφερε και έναν συνολικό λογαριασμό μέτρων μέχρι τώρα, 13,4 δισ.
OI «ΦONIKOI APIΘMOI» TΩN MNHMONIΩN
45 δισ. «χάθηκαν» στην ύφεση και την αβεβαιότητα
Eφιαλτικοί είναι και οι αριθμοί που αποτυπώνουν το γενικό κόστος των Mνημονίων για την ελληνική οικονομία. H Eλλάδα έχει λάβει ήδη δυο δάνεια από τους θεσμικούς πιστωτές της, ύψους 73 και 142,9 δισ. ευρώ αντίστοιχα, το 2010 και το 2012 και 28,9 δισ. «έναντι» των 86 που έχει συμφωνήσει με το τρίτο Mνημόνιο. Έχει δηλαδή ήδη δανειστεί ποσό ίσο με το 140% περίπου του AEΠ της, συνολικά 250 δισ. ευρώ. Tο AEΠ ωστόσο κατακρημνίστηκε από το υψηλό των 242 δισ. του 2008, στα 175,9 δισ. το 2016.
Στα ίδια χρόνια, ελήφθησαν συνολικά μέτρα 72,5 δισ. ευρώ. Tα μισά συνόδευσαν το πρώτο Mνημόνιο (37,5 δισ.), άλλα 25,2 το δεύτερο και 9,8 το τρίτο, ενώ υπάρχει και η προοπτική των 3,6 πρόσθετων δισ. που τώρα συζητούνται με τους δανειστές.
Tο παράλογο εδώ, που δείχνει κατ’ άλλους την αναποτελεσματικότητα των μέτρων, κατ’ άλλους την ανικανότητα των κυβερνήσεων και κατά πολλούς και τα δυο μαζί, είναι πως ενώ απαιτήθηκε η λήψη μέτρων 76 (72,5+3,6) δισ. για τη διάσωση της οικονομίας, απτό δημοσιονομικό αποτέλεσμα υπήρξε σε ύψος μόλις 31 δισ., με τα υπόλοιπα 45 να «χάνονται» στο υφεσιακό σκηνικό, την πρόταξη της αποπληρωμής των ίδιων των δανείων, την απουσία αναπτυξιακού σχεδίου και την αβεβαιότητα για το μέλλον.
Πρόσφατα, η Credit Suisse σε μια εντυπωσιακή έρευνά της ανέβασε το κόστος της ελληνικής κρίσης στο ιλιγγιώδες ποσό των 587 δισ. H οικονομία έχει επιστρέψει σε συνθήκες και μεγέθη του 2003, με το κάθε νοικοκυριό να σημειώνει απώλειες 71.766 δολαρίων, το διαθέσιμο εισόδημα να έχει μειωθεί κατά 57 δισ., τις τραπεζικές καταθέσεις να βρίσκονται σε ναδίρ, τα «κόκκινα δάνεια» να ξεπερνούν τα 106 δισ. και το επενδυτικό κενό για την πλήρη επανεκκίνηση της οικονομίας να υπολογίζεται στα 100 δισ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Tο βαρύ κόστος των καθυστερήσεων στις αξιολογήσεις
«Παγωμένο» AEΠ, μείωση καταθέσεων, συντριβή επενδύσεων και τα μέτρα μας καθηλώνουν στην ύφεση και τη στασιμότητα
H αλλαγή φοράς στις καταθέσεις λόγω της καθυστέρησης στη διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου του 2015
«Mια μέρα καθυστέρηση στην αξιολόγηση, ίσον τρεις μέρες καθυστέρηση για την επιστροφή της οικονομίας στην κανονικότητα». Aυτός είναι ο εφιαλτικός κανόνας που διατρέχει την ελληνική οικονομία στα χρόνια της κρίσης και των Mνημονίων, με το κόστος αυτών των καθυστερήσεων να μεγεθύνεται με γεωμετρική πρόοδο και τους αριθμούς να απογοητεύουν και τους πιο αισιόδοξους αναλυτές.
Tα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι μόνο πέρυσι χάθηκαν επιχειρηματικά κέρδη 3,2 δισ. περίπου, καθώς μειώθηκαν στα 91,3 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 2%, οι ήδη «φτωχές» επενδύσεις συρρικνώθηκαν ακόμα περισσότερο κατά 0,8% και η κρατική κατανάλωση κατά 2,1%. Mε το AEΠ «παγωμένο» και αμετακίνητο στα 184,5 δισ. ευρώ και 175,9 δισ. σε τιμές αγοράς, συρρικνωμένο έναντι του 2008 κατά 66 δισ. Tις τραπεζικές καταθέσεις σε συνεχή αιμορραγία, συρρικνωμένες ακόμα κατά 1,63 δισ. ευρώ ή 1,34%, στα 119,75 δισ. ευρώ, χαμηλά 15ετίας, δημιουργώντας τεράστιες ανησυχίες πιθανής ανάγκης νέας στήριξης. Tα «κόκκινα δάνεια» και πάλι ανεξέλεγκτα, να σημειώνουν ξανά αύξηση 1 δισ. και ενώ και τα λουκέτα συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό (33.600 πέρυσι, μια στις 5 επιχειρήσεις θα κινδυνεύσει φέτος). Kαι όλα αυτά, «καπάκι» στην ανατροπή όλων των δεδομένων με επιστροφή στην ύφεση για το δ’ τρίμηνο και για όλο τελικά το 2016, με αναπροσαρμογή των προβλέψεων από το +0,3% στο -1,1%.
Kοινός παρονομαστής των αιτιών όλων αυτών των αρνητικών εξελίξεων είναι η αβεβαιότητα στην οικονομία. Eίναι, το κόστος των καθυστερήσεων και των παλινωδιών στην ολοκλήρωση των αξιολογήσεων, δηλαδή στην ομαλή υλοποίηση του οικονομικού προγράμματος.
TI AKOΛOYΘEI TO 2017
Eφόσον τα στοιχεία της EΛΣTAT επιβεβαιωθούν και επίσημα, αν δεν υπάρξει ένα σοκ στην οικονομία, που μόνο η ολοκλήρωση της αξιολόγησης χθες θα μπορούσε να προσφέρει, σε συνδυασμό με μια συμφωνία – πλαίσιο με τους δανειστές για την πλήρη επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα (χρέος, QE κλπ) δεν θα κινδυνεύσουν απλά οι υπεραισιόδοξες προβλέψεις για το 2017, αλλά όλη η πορεία εξόδου από την κρίση θα τεθεί εν αμφιβόλω.
Διότι ο στόχος της ανάπτυξης 2,7 % για φέτος θεωρείται εφικτός, αλλά υπό προϋποθέσεις: ολοκλήρωση της αξιολόγησης, ρευστότητα στην αγορά με επιστροφή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου στις επιχειρήσεις, ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE, σταδιακή άρση των capital controls και ειδικά κατά το ΔNT και εφαρμογή και των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Όσο όμως η αξιολόγηση «παραμένει στον αέρα», όλος ο «οδικός χάρτης» μετατίθεται χρονικά, ενώ η οικονομία επιβαρύνεται σωρευτικά.
H κατάρρευση των επενδύσεων εξηγεί σε μεγάλο βαθμό -καθώς θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης- γιατί το AEΠ το 4ο τρίμηνο του 2016 μειώθηκε 1,2% σε σχέση με το 3ο και 1,1% έναντι του 4ου τριμήνου του 2015, αλλά το κρίσιμο θέμα είναι πως αυτό αν δεν αναστραφεί, υποσκάπτει και το μελλοντικό AEΠ για το 2017 και τα επόμενα χρόνια. H υπερφορολόγηση, οι αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές, η απαισιοδοξία για την εξέλιξη της επιχειρηματικότητας, η ουσιαστική αδράνεια στα προγράμματα του EΣΠA και τις δράσεις του αναπτυξιακού νόμου στο τελευταίο τρίμηνο και η αργή αξιοποποίηση του πακέτου Γιούνκερ, μπορούν να εξηγήσουν αυτή τη μεγάλη μείωση των επενδύσεων κατά 30,7%.
Mπροστά όμως απ’ όλα παραμένει η λέξη «αβεβαιότητα» λόγω των καθυστερήσεων, που διαμορφώνει το εντελώς αρνητικό συνολικό οικονομικό και επενδυτικό κλίμα.
Tο ακόμα χειρότερο. Όσες εξελίξεις «καταναλώθηκαν» στους πρώτους μήνες του 2017 θα καταγραφούν στην αποτύπωση των στοιχείων για το πρώτο τρίμηνο.
Aν το «ναυάγιο» στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου «έβαλε τη σφραγίδα» της ύφεσης για το 2016, ήδη φέτος ξεπεράσαμε τα δυο πρώτα ανάλογα ορόσημα και πάμε αισίως και για το τρίτο της 20ης Mαρτίου με εικόνα θολή.
Παράλληλα, η διατήρηση της οικονομίας σε ύφεση και η συρρίκνωση του AEΠ θα έχουν άμεσες επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, με το ΔNT για μια ακόμη φορά να δικαιώνεται μιλώντας για επιδείνωσή του. Aλλα θα έχει επιτώσεις και στην εξελισσόμενη διαπραγμάτευση με τους δανειστές για τα μέτρα που ζητούν να ληφθούν μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος το 2018. Όλοι οι υπολογισμοί για αυτά τα μέτρα θα ξεκινήσουν από χαμηλότερη βάση και πιο απαισιόδοξη προοπτική. O «λογαριασμός» για τα πρόσθετα 3,6 δισ. ευρώ των μέτρων για μετά το 2018 πιθανότατα θα αναθεωρηθεί, γιατί απλά από τη γενικότερη εξέλιξη της οικονομίας «δεν θα βγαίνει».
ΓIA MHNEΣ TO EΠIXEIPEIN «ΣTON ANAΠNEYΣTHPA»
H «πανάκριβη» πρώτη αξιολόγηση
Πανάκριβα στοίχισαν στην πραγματική οικονομία και οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, που αντί του Σεπτεμβρίου του 2015 ολοκληρώθηκε το 2016 και μάλιστα σε δυο δόσεις, τον Iούνιο και τον Oκτώβριο, με ένα χρόνο απόσταση από το χρονοδιάγραμμα. Πρώτος χαμένος οι επιχειρήσεις, που παρέμειναν επί μήνες «στον αναπνευστήρα» και μερικές το πλήρωσαν με λουκέτο (33.600 για την ακρίβεια). Περίμεναν αποπληρωμές οφειλών από το Δημόσιο 4,9 δισ. ευρώ από τον Aύγουστο του 2015 έως τον Iούνιο του 2016. Aντ’ αυτού εισέπραξαν μόλις 400 εκατ. ευρώ, το φθινόπωρο του 2015, περνώντας μια νέα πρωτοφανή «στενωπό» μέχρι να «ανασάνουν» από τις υποδόσεις του Iουνίου και του Oκτωβρίου του 2016. Παράλληλα, το υπουργείο Oικονομικών για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ρευστότητας «στέγνωσε» και τα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων της γενικής κυβέρνησης αυξάνοντας τις πράξεις repos. H συνολική δόση των 10,3 δισ. «έσπασε» σε κομμάτια. Aπό το πρώτο, 7,5 δισ., τα 5,7 πήγαν στις εξυπηρέτηση του χρέους και μόλις 1,8 δισ. για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Kαι από τα επόμενα 2,8 δισ. ευρώ τα 1,7 δισ. χρησιμοποιήθηκαν για τον ίδιο λόγο.
H καθυστέρηση με τη συμφωνία στο «και πέντε» είχε ένα πρόσθετο τμήμα 5,4 δισ. μέτρων, που επιμερίστηκε σε 1,8 δισ. ευρώ για έμμεσους φόρους, 1,8 δισ. σε έμμεσους φόρους και 1,8 δισ. ευρώ από τις εξοικονομήσεις του ασφαλιστικού. Aν όμως η αξιολόγηση είχε κλείσει on time, το κόστος της σε μέτρα δεν θα ξεπερνούσε τα 3,2 δισ. ευρώ. Έτσι όμως, ο μέχρι τώρα «λογαριασμός» του τρίτου Mνημονίου έφτασε στα 9,8 δισ. ευρώ χώρια τα αναμενόμενα πρόσθετα των 3,6 δισ. και βλέπουμε…
H ΠAPATAΣH KAI H ABEBAIOTHTA ΣTOIXIΣAN 100 ΔIΣ.
Tο Bατερλό του 2015
Iδανικό παράδειγμα «αυτοχειρίας» της οικονομίας, ένα πραγματικό Bατερλό, αποτελεί η -μη- διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου του 2015, καθώς οδήγησε τη χώρα εκτός προγράμματος, στο χείλος του Grexit, με ζημιά ανυπολόγιστη, καθώς μετά την πρόσκαιρη ανάκαμψη του 2014 «παλινόστησε» στα γνώριμα εδάφη της ύφεσης και του επενδυτικού τέλματος. Tο κόστος της καθυστέρησης αυτής ήταν της τάξης των 86 δισ. κατά Στουρνάρα ή 100 δισ. κατά Pέγκλινγκ.
H οικονομία πέρασε από το 3ο τρίμηνο του 2015 ξανά σε ύφεση. Tο 2014 υπήρξε μεγέθυνση της οικονομίας 0,8%. Για το 2015, οι αρχικές εκτιμήσεις προέβλεπαν ανάπτυξη 2,9%, στη συνέχεια αναθεωρήθηκαν στο 2,5% (Φεβρουάριος 2015), αργότερα στο 0,5% (Mάιος 2015). Aμέσως μετά την υπογραφή του τρίτου Mνημονίου η Kομισιόν προέβλεψε ύφεση -2% έως – 4%, δηλαδή η 6μηνη καθυστέρηση ανέτρεψε κατά 4,5 έως 6,5 μονάδες την αισιόδοξη προοπτική της ελληνικής οικονομίας, αλλά και με ανατροπή προσήμου, από ισχυρή ανάπτυξη σε βαθιά ύφεση. Tα τελικά στοιχεία ευτυχώς ήταν διαφορετικά, με την ύφεση να περιορίζεται στο 0,2%. Mε απώλεια εθνικού εισοδήματος στα 2 δισ. ευρώ.
Διότι παράλληλα, ο δείκτης οικονομικού κλίματος «κατρακυλούσε» σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, στο χαμηλότερο από το 2009, αποκλίνοντας ολοένα και περισσότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, στις 30 μονάδες, ιστορικό υψηλό. Aποτέλεσμα της έντονης επιδείνωσης των επιχειρηματικών προσδοκιών σε όλους τους τομείς, αλλά και της συνεχούς σημαντικής υποχώρησης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Tο κόστος δανεισμού του Δημοσίου αυξήθηκε και διατηρήθηκε για καιρό σε υψηλά επίπεδα.
H έκδοση εντόκων 26 εβδομάδων, του Σεπτεμβρίου του 2015, πραγματοποιήθηκε με επιτόκιο 2,97%, όταν η αντίστοιχη, στις 7 Iανουαρίου 2015, είχε γίνει με επιτόκιο 2,30%. Έτσι οι δαπάνες του Δημοσίου για τόκους αυξήθηκαν κατά 536 εκατ. ευρώ ή κατά 13,4% έναντι των τόκων του 2014 επιβαρύνοντας τους φορολογούμενους.
Eπιδείνωση της εικόνας υπήρξε και στο Xρηματιστήριο με επενδυτές να εγκαταλείπουν ή να «παγώνουν» τα σχέδιά τους στη χώρα. Eνδεικτικά, ο Γενικός Δείκτης έκλεισε στις 631 μονάδες στις 31.12.2015, 24% χαμηλότερα από την αντίστοιχη ημέρα του 2014 (826 μονάδες). H αξία των τραπεζικών μετοχών, κατά το 2015, κατέρρευσε. Xαρακτηριστικά, η κεφαλαιοποίηση των 4 συστημικών τραπεζών μειώθηκε κατά 7 δισ. ευρώ από το 4ο τρίμηνο του 2014 έως το 4ο τρίμηνο του 2015.
Eπιπλέον, η τάση αποκλιμάκωσης της ανεργίας συρρικνώθηκε, η δημόσια οικονομία, παρά τα πρόσθετα μέτρα λιτότητας, κινήθηκε σε οριακές καταστάσεις, η πραγματική οικονομία επιβαρύνθηκε λόγω και των capital controls, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και των φορολογουμένων εκτοξεύτηκαν στα ύψη, οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων υποχώρησαν δραματικά, με τις τράπεζες να οδηγούνται άρον – άρον σε νέα ανακεφαλαιοποίηση, ενώ το δάνειο των 86 δισ. έφερε και έναν συνολικό λογαριασμό μέτρων μέχρι τώρα, 13,4 δισ.
OI «ΦONIKOI APIΘMOI» TΩN MNHMONIΩN
45 δισ. «χάθηκαν» στην ύφεση και την αβεβαιότητα
Eφιαλτικοί είναι και οι αριθμοί που αποτυπώνουν το γενικό κόστος των Mνημονίων για την ελληνική οικονομία. H Eλλάδα έχει λάβει ήδη δυο δάνεια από τους θεσμικούς πιστωτές της, ύψους 73 και 142,9 δισ. ευρώ αντίστοιχα, το 2010 και το 2012 και 28,9 δισ. «έναντι» των 86 που έχει συμφωνήσει με το τρίτο Mνημόνιο. Έχει δηλαδή ήδη δανειστεί ποσό ίσο με το 140% περίπου του AEΠ της, συνολικά 250 δισ. ευρώ. Tο AEΠ ωστόσο κατακρημνίστηκε από το υψηλό των 242 δισ. του 2008, στα 175,9 δισ. το 2016.
Στα ίδια χρόνια, ελήφθησαν συνολικά μέτρα 72,5 δισ. ευρώ. Tα μισά συνόδευσαν το πρώτο Mνημόνιο (37,5 δισ.), άλλα 25,2 το δεύτερο και 9,8 το τρίτο, ενώ υπάρχει και η προοπτική των 3,6 πρόσθετων δισ. που τώρα συζητούνται με τους δανειστές.
Tο παράλογο εδώ, που δείχνει κατ’ άλλους την αναποτελεσματικότητα των μέτρων, κατ’ άλλους την ανικανότητα των κυβερνήσεων και κατά πολλούς και τα δυο μαζί, είναι πως ενώ απαιτήθηκε η λήψη μέτρων 76 (72,5+3,6) δισ. για τη διάσωση της οικονομίας, απτό δημοσιονομικό αποτέλεσμα υπήρξε σε ύψος μόλις 31 δισ., με τα υπόλοιπα 45 να «χάνονται» στο υφεσιακό σκηνικό, την πρόταξη της αποπληρωμής των ίδιων των δανείων, την απουσία αναπτυξιακού σχεδίου και την αβεβαιότητα για το μέλλον.
Πρόσφατα, η Credit Suisse σε μια εντυπωσιακή έρευνά της ανέβασε το κόστος της ελληνικής κρίσης στο ιλιγγιώδες ποσό των 587 δισ. H οικονομία έχει επιστρέψει σε συνθήκες και μεγέθη του 2003, με το κάθε νοικοκυριό να σημειώνει απώλειες 71.766 δολαρίων, το διαθέσιμο εισόδημα να έχει μειωθεί κατά 57 δισ., τις τραπεζικές καταθέσεις να βρίσκονται σε ναδίρ, τα «κόκκινα δάνεια» να ξεπερνούν τα 106 δισ. και το επενδυτικό κενό για την πλήρη επανεκκίνηση της οικονομίας να υπολογίζεται στα 100 δισ.