Τις δυσκολίες ομοαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ αναλύουν οι συντάκτες του Bloomberg.
«Οι νομισματικοί κηδεμόνες της ευρωζώνης έχουν προαναγγείλει ότι θα συνεχίσουν να αγοράζουν 60 δισ. ευρώ κάθε μήνα σε κρατικά και εταιρικά ομόλογα μέχρι το τέλος του 2017. Ο πληθωρισμός “τρέχει” με ρυθμό 2% -ο στόχος της ΕΚΤ πληθωρισμό “πλησίον αλλά κάτω από 2%”- και η ανάκαμψη του μπλοκ βρίσκεται επιτέλους σε εξέλιξη. Σύντομα η ΕΚΤ θα αντιμετωπίσει την πρόκληση της επαναφοράς της νομισματικής πολιτικής σε κανονικά επίπεδα.
Σε αυτό θα έχει ένα πλεονέκτημα έναντι της Fed: οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Ευρώπης θα καθοδηγηθούν από την εμπειρία της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι η διαδικασία εξόδου της ΕΚΤ είναι πιθανό να κινηθεί στο ίδιο μονοπάτι. Πρώτον, θα περιοριστούν οι αγορές ομολόγων. Στη συνέχεια, θα ξεκινήσει η αύξηση των επιτοκίων. Αργότερα, η ΕΚΤ θα ασχοληθεί με τα ομόλογα που θα χει συσσωρεύσει στον ισολογισμό της.
Από άλλες πλευρές, ωστόσο, το καθήκον της ΕΚΤ θα είναι πολύ πιο δύσκολο από αυτό της Fed. Και οι δύο κεντρικές τράπεζες θέλουν να ομαλοποιήσουν τη νομισματική πολιτική χωρίς να τρομάξουν την αγορά ομολόγων. Στο πλαίσιο αυτό, η εμπιστοσύνη πως η ανάπτυξη είναι ισχυρή κάνει όλη τη διαφορά. Η ΕΚΤ ελπίζει ότι μέχρι το τέλος του έτους η εμπιστοσύνη θα έχει αποκατασταθεί. Για την Ευρωζώνη ως σύνολο, μπορεί -αλλά το μπλοκ περιλαμβάνει χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ιταλία, που παλεύουν με το υψηλό δημόσιο χρέος και την υποτονική ανάκαμψη. Μια σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, αν και κατάλληλη για τη ζώνη του ευρώ ως σύνολο, θα είναι επικίνδυνη για τα πιο αδύναμα μέλη της.
Το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης είναι επίσης πιθανό να εκθέσει τα ελαττώματα στο σχεδιασμό της Ευρωζώνης που ήταν τόσο εμφανή κατά τη διάρκεια της κρίσης του δημόσιου χρέους. Χωρίς δημοσιονομικές μεταβιβάσεις μεταξύ των μελών της νομισματικής ένωσης, οι χώρες θα πρέπει να πείσουν τους επενδυτές να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τα ελλείμματά τους. Επί της αρχής, η ΕΚΤ μπορεί τώρα να παρεμβαίνει και να αγοράζει ομόλογα δοκιμαζόμενων κυβερνήσεων (μέσω του προγράμματος Άμεσων Νομισματικών Συναλλαγών), αλλά το σχέδιο αυτό απαιτεί από τον οφειλέτη να έχει συμφωνήσει σε ένα πρόγραμμα προσαρμογής και ποτέ δεν έχει δοκιμαστεί.
Για να εξασφαλίσει μια ομαλή έξοδο, η ΕΚΤ, ως εκ τούτου, θα χρειαστεί βοήθεια από τις κυβερνήσεις. Οι πολιτικοί πρέπει να εξασφαλίσουν ότι οι χώρες τους μπορούν να προσελκύσουν επενδυτές ομολόγων και δεν χρειάζεται να δοκιμάσουν το δίχτυ ασφαλείας της ΕΚΤ. Η υποτίμηση με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν αποτελεί επιλογή, συνεπώς θα χρειαστούν μεγαλύτερες προσπάθειες για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις -που κυμαίνονται από την απελευθέρωση των αγορών αγαθών στην Ιταλία έως τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας στη Γαλλία.
Επιπλέον, ήρθε η ώρα η Ευρωζώνη να ενισχύσει τα θεσμικά της θεμέλια. Οι κυβερνήσεις πρέπει να ολοκληρώσουν την τραπεζική ένωση -παρέχοντας, μεταξύ άλλων, ένα ευρύ σύστημα εγγύησης καταθέσεων. Θα πρέπει να ακολουθήσει μια συντονισμένη δημοσιονομική πολιτική και άλλες κινήσεις για το σχηματισμό ενός υπουργείου Οικονομικών της Ευρωζώνης.
Σύμφωνοι, όλο αυτό είναι κάτι παραπάνω από δύσκολο. Αυτή τη στιγμή, οι πολίτες της Ευρώπης δεν προωθούν ιδιαίτερα τη βαθύτερη ολοκλήρωση, και οι ηγέτες τους δεν έχουν δείξει ενδιαφέρον να τους πείσουν. Όσα λιγότερα κάνουν οι πολιτικοί σε επίπεδο ΕΕ, τόσο σημαντικότερο είναι να γίνονται γενναίες μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο κρατών μελών -αλλά οι κυβερνήσεις έχουν και εκεί χαμηλές επιδόσεις.
Όπως και στις ΗΠΑ, κι ακόμη περισσότερο, η κεντρική τράπεζα της Ευρώπης κατά πάσα πιθανότητα θα κληθεί να κάνει πάρα πολλά, επειδή οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να μην είναι πρόθυμες να κάνουν αρκετά».