Στον αέρα 37.000 θέσεις εργασίας
Κάθε άλλο παρά αισιόδοξα είναι τα στοιχεία της ΓΣΕΒΕΕ η οποία εκτιμά ότι συνολικά 18.700 μικρομεσαίες επιχειρήσεις ετοιμάζονται να βάλουν λουκέτο δείχνοντας την πόρτα εξόδου σε περίπου 34.000 εργαζόμενους.
Ολόκληρα τα στοιχεία της έρευνας
Στη δυσοίωνη εκτίμηση ότι το πρώτο εξάμηνο του 2017 θα κλείσουν 18.700 μικρομεσαίες επιχειρήσεις και θα χαθούν περίπου 34.000 θέσεις εργασίας προβαίνει η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ). Η εκτίμηση βασίζεται στα αποτελέσματα της εξαμηνιαίας έρευνας της Συνομοσπονδίας, βάσει των οποίων επιβεβαιώνονται οι δυσμενείς συνθήκες για την επιχειρηματικότητα.
H σχετική σταθεροποίηση που έχει επιτευχθεί στην οικονομία την περίοδο από το 2014 έως σήμερα εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό στοιχεία στασιμότητας, δεδομένου ότι ενσωματώνει τόσο κυκλικά όσο και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της κρίσης. Αυτό συμβαίνει διότι η πολιτική λιτότητας παραμένει στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής ως μηχανισμός «εξυγίανσης» ιδιωτικού και δημόσιου τομέα- παρά την αποτυχία των προηγούμενων ετών-, ενώ παράλληλα αποτρέπονται ή καθυστερούν επενδυτικές πρωτοβουλίες σε δυναμικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, που δυνητικά θα απέδιδαν πολλαπλασιαστικά σε ένα διαφορετικό μακροοικονομικό περιβάλλον, περισσότερο φιλικό στην ανάπτυξη. Επιπρόσθετα, η αβεβαιότητα της συγκυρίας ως προς τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης επιτείνει τους φόβους και τους κινδύνους, οι οποίοι καθίστανται μεγαλύτεροι για τις ευάλωτες μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους.
Η πλήρης εφαρμογή του πρώτου πακέτου υφεσιακών μέτρων (αύξηση φόρων σε νησιά, αύξηση σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, αυξημένος φορολογικός συντελεστής κερδών) και η προσδοκία ψήφισης και εφαρμογής ενός δεύτερου επιμηκυνόμενου προγράμματος λιτότητας φαίνεται ότι επιδρά ανασταλτικά στις αναπτυξιακές προοπτικές, γεγονός που ήδη αποτυπώθηκε στην πρόσφατη εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ για τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας (δ’ τρίμηνο του 2016, -1,4% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015). Αντίστοιχα, δεν αναμένονται θεαματικές μεταβολές στο πρώτο εξάμηνο του 2017, εκτός αν μεσολαβήσουν σημαντικές εξωγενείς κατά βάση, εξελίξεις στην οικονομία. Με τα υφιστάμενα δεδομένα, το σενάριο πρόβλεψης για αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 2,5% στο 2017 φαίνεται να μην είναι ρεαλιστικό.
Η επιχειρηματική δραστηριότητα, μετά από 7 χρόνια μνημονίων, προσαρμόζεται στις προοπτικές επανάληψης ενός ακόμη κύκλου δημοσιονομικής προσαρμογής και λιτότητας, η οποία θα έχει ως ορίζοντα τα επόμενα 3-4 έτη. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιχειρηματική στρατηγική μετατρέπεται σε στρατηγική επιβίωσης, ακόμη και για εκείνες τις επιχειρήσεις που παρουσιάζουν δυναμισμό και διαθέτουν τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθούν περαιτέρω.
Μολονότι είναι σαφές ότι η έγκαιρη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης θα συντελέσει στην εξομάλυνση του οικονομικού κλίματος-, τα οφέλη της δεν αναμένεται να διαχυθούν άμεσα στο σύνολο της επιχειρηματικής κοινότητας. Μάλιστα, πάνω από 4 στις 5 μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται εκτεθειμένες σε πιστωτικούς κινδύνους, παρουσιάζουν κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας και λειτουργούν με ορίζοντα συρρίκνωσης και όχι επέκτασης. Ο οικονομικός δυϊσμός που διατρέχει το φάσμα της πραγματικής οικονομίας, έχει προκαλέσει έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις προς τις μικρές επιχειρήσεις, ενώ εδραιώνει τις ευέλικτες μορφές εργασίας και τις άτυπες μορφές απασχόλησης και επαγγελματικής δραστηριότητας.
Η έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ καταδεικνύει για άλλη μια φορά ότι η μειωμένη ρευστότητα, το επενδυτικό κενό και η ασθενική χρηματοδοτική ικανότητα αποτελούν κυρίαρχα προβλήματα για τις επιχειρήσεις, και συνυφαίνονται με το κενό της τελικής κατανάλωσης που προκλήθηκε από την άμεση ή έμμεση συρρίκνωση των εισοδημάτων και την απόσυρση του κράτους. Παράλληλα, παραμένει ανεπαρκής η ιδιωτική χρηματοδότηση και απουσιάζουν τα κατάλληλα σύγχρονα χρηματοδοτικά εργαλεία, ενώ, περιορισμένες είναι οι δυνατότητες κινητοποίησης επενδυτικών ροών μέσα από δημόσια προγράμματα επενδύσεων.
Η ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελεί επίσης μια σημαντική παράμετρο για την επαναφορά του οικονομικού κλίματος σε θετική τροχιά. Τα κόκκινα δάνεια προς τις τράπεζες ανέρχονται στα 107,8 δις (ΤτΕ, Έκθεση Διοικητή 2016) ενώ το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς εφορία και ασφαλιστικά ταμεία υπερβαίνει τα 120 δις. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επισπευστούν οι πρωτοβουλίες για την αποτελεσματικότερη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους (εξωδικαστικός μηχανισμός, κώδικας δεοντολογίας, επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης), χωρίς επιπρόσθετη γραφειοκρατία, πολύπλοκους μηχανισμούς και αποκλεισμούς επιχειρήσεων.
Αναφορικά με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρ. Κεντρικής Τράπεζας, εκτιμάται ότι η υπαγωγή των ελληνικών ομολόγων θα αποτελέσει κυρίως ένα σήμα επαναφοράς του αξιόχρεου της οικονομίας, παρά μια ουσιαστική παρέμβαση που θα δώσει ώθηση στην πραγματική οικονομία και τις μικρές επιχειρήσεις. Ωστόσο, η μακροοικονομική βελτίωση της θέσης της χώρας αναπόφευκτα συνδέεται με την οριστική μεσοπρόθεσμη διευθέτηση του χρέους, την αλλαγή της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής και τον τερματισμό διαφόρων ακραίων σεναρίων για αποπομπή της χώρας από την ευρωζώνη.
Σε αυτό το διαπιστωτικό πλαίσιο επανέρχονται στην επικαιρότητα οι θέσεις διεθνών εμπειρογνωμόνων και οικονομικών αναλυτών που διατυπώθηκαν στο παρελθόν, – μάλιστα μερικοί εξ αυτών προέρχονται και από τους κόλπους των επίσημων πιστωτών της χώρας (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ευρωπαϊκά ινστιτούτα)-, οι οποίοι είχαν προειδοποιήσει τις πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης, του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και τις ελληνικές κυβερνήσεις για την ανάγκη ουσιαστικής αναδιάρθρωσης του χρέους πριν από την έναρξη εφαρμογής των προγραμμάτων προσαρμογής. Η ανάγκη αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους επαναδιατυπώθηκε στην 5η Ενδιάμεση Έκθεση που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής με τίτλο «Η παγίδα του χρέους», όπου επιχειρείται να αναλυθεί η αρνητική επίδραση που ασκεί η ανακύκλωση του χρέους στις προοπτικές μεγέθυνσης. Από την αρχή της κρίσης και της υπαγωγής στο μηχανισμό στήριξης, το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ είχε αναφερθεί στην ανάγκη έγκαιρης ρύθμισης των δημοσιονομικών υποχρεώσεων σε μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο πριν την εφαρμογή του εμπροσθοβαρούς προγράμματος προσαρμογής, το οποίο ενώ επέβαλλε όρους δημοσιονομικής πειθαρχίας, τελικά εξουδετέρωσε κάθε επενδυτική προοπτική, ακυρώνοντας ορισμένες θετικές πτυχές του προγράμματος.
Το επόμενο διάστημα η κυβέρνηση καλείται να αναλάβει πρωτοβουλίες, στο περιορισμένο δημοσιονομικό και πολιτικό χώρο που διαθέτει ώστε α) να μειώσει μεσοπρόθεσμα τη φορολογική επιβάρυνση, ιδιαίτερα στις μικρές επιχειρήσεις β) να διορθώσει ορισμένες στρεβλές πτυχές του νέου ασφαλιστικού, ιδιαίτερα στα μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια γ) να θέσει σε λειτουργία ένα αποτελεσματικό πλαίσιο διαχείρισης των κόκκινων δανείων και υποχρεώσεων δ) να αξιοποιήσει όλες τις χρηματοοικονομικές ευκαιρίες ώστε να προκαλέσει νέες επενδύσεις και θέσεις απασχόλησης.