Νέα δυναμική για την επανεκκίνηση της οικονομίας θα προσδώσει η Εθνική Στρατηγική Ανάπτυξης, η οποία καταρτίζεται και θα είναι ικανή να εξισορροπήσει τις δυσλειτουργίες της αγοράς, υπογράμμισε ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Δημήτρης Παπαδημητρίου μιλώντας σε συνέδριο στη Βουλή με θέμα «κρίση, μεταρρυθμίσεις, ανάπτυξη».
Ο κ. Παπαδημητρίου τόνισε πως η στρατηγική αυτή, θέτει στο επίκεντρο μιας δίκαιης και αειφόρου ανάπτυξης το ανθρώπινο δυναμικό και την ένταση γνώσης για τη μετάβαση της χώρας σε μία οικονομία που παράγει προϊόντα και υπηρεσίες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. Θέτει επίσης προτεραιότητες, όπως επισήμανε, στην ενδυνάμωση της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων και την ενίσχυση συνεργασιών επιχειρήσεων, με δημιουργία εσωτερικών αλυσίδων αξίας και συστάδων επιχειρήσεων.
Η καινοτομία της στρατηγικής αυτής, διευκρίνισε, είναι ότι δεν έγκειται μόνον από τις δυνάμεις της αγοράς να ανταποκριθούν στη μακροοικονομική και δημοσιονομική εξυγίανση και στις μεταρρυθμίσεις για ένα φιλικότερο επιχειρηματικό περιβάλλον με ξένες και εγχώριες άμεσες επενδύσεις, αλλά ενεργοποιεί και μια πολιτική τόνωσης της ζήτησης που επιταχύνει την απορρόφηση της ανεργίας, ανακόπτει τη διαρροή εγκεφάλων στο εξωτερικό και συμβάλλει σημαντικά στη μείωση των ανισοτήτων, της φτώχειας και στην αποκατάσταση της κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας. Αυτή η καινοτομία πολιτικής, είπε ο κ. Παπαδημητρίου, ίσως αποδειχθεί και η μεγαλύτερη προσφορά στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων που επιστρατεύονται για μία δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Στη συνέχεια, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, χαρακτήρισε εσφαλμένο σε σημαντικό βαθμό τον σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων για την ελληνική οικονομία. Συγκεκριμένα, έκανε λόγο για ανισόρροπο μείγμα μεταρρυθμίσεων με έμφαση στην αγορά εργασίας και παραμέληση της αγοράς προϊόντων, της δημόσιας διοίκησης και του ρυθμιστικού περιβάλλοντος, για εσφαλμένη και αντίθετη με τη διεθνή εμπειρία εκτίμηση για άμεση απόδοση τους, καθώς και για αδυναμία στην εφαρμογή τους λόγω του μεγάλου όγκου αυτών και της περιορισμένης διοικητικής ικανότητας και πολιτικής αποδοχής τους.
Ο ίδιος σημείωσε ότι σε επίπεδο ΕΕ έχουν συμφωνηθεί πέντε πρωταρχικοί στόχοι που – μέσω των εθνικών προγραμμάτων – πρέπει να επιτευχθούν μέχρι το τέλος του 2020, και αφορούν την απασχόληση, την έρευνα και την ανάπτυξη, το κλίμα, την ενέργεια, την εκπαίδευση, την κοινωνική ένταξη και τη μείωση της φτώχειας.
«Σημαντικό ρόλο στη διόγκωση της ελληνικής κρίσης διαδραμάτισαν οι εσφαλμένες επιλογές οικονομικής πολιτικής και μεταρρυθμίσεων που επιβλήθηκαν, και η αδυναμία του φαύλου εγχώριου πολιτικού συστήματος να διαπραγματευτεί μία καλύτερη πολιτική προσαρμογής… Παρά τη γενική αυτή παραδοχή του, το ΔΝΤ σήμερα ζητά για την Ελλάδα πρόσθετα μέτρα λιτότητας τα προσεχή έτη, θεωρώντας τα ικανά να συμπληρώσουν τις μεταρρυθμίσεις» είπε ο υπουργός.
Τέλος, σημείωσε ότι όπως έδειξε έρευνα του ΔΝΤ, οι προτεινόμενες από τους θεσμούς μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας είχαν μικρή επίδραση στην ολική παραγωγικότητα της οικονομίας, με μόνη εξαίρεση τις μεταρρυθμίσεις για επενδύσεις σε έρευνα και τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες και υποδομές που έχουν θετική επίδραση.