Η εξέλιξη των δεικτών συγκυρίας για την οικονομική δραστηριότητα καθώς και τα πρόσφατα στοιχεία για την πορεία των πρόδρομων δεικτών οικονομικού κλίματος και εμπιστοσύνης, σε συνδυασμό με μία σειρά παραγόντων, καθιστούν εύθραυστη και επισφαλή την δυναμική της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας στο τρέχον έτος, αναφέρει στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων η Alpha Bank.
Μάλιστα, σύμφωνα με την τράπεζα, τα στοιχεία αυτά συνηγορούν στην αναθεώρηση προς τα κάτω της πρόβλεψης για το ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2017 σε σχέση με ό,τι προέβλεπε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις χειμερινές της προβλέψεις, εκτίμηση που ενσωματώθηκε και στον εφετινό προϋπολογισμό (2,7%).
Συγκεκριμένα, ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας της χώρας δύναται να προσεγγίσει την περιοχή του 1,5% υπό την προϋπόθεση ότι το κλίμα αβεβαιότητας περί την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος θα εξαλειφθεί εντός των επόμενων εβδομάδων και το ύψος των τουριστικών εισπράξεων θα ενισχυθεί, όπως διαφαίνεται από τη ζήτηση για προ-κρατήσεις στα ελληνικά ξενοδοχεία.
Αναμένοντας ένα θετικό σοκ
Ωστόσο, ένα θετικό σοκ στο μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων και της προώθησης των μεταρρυθμίσεων μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό μήνυμα (signalling) προς το διεθνές επενδυτικό κοινό, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη και τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Οι παράγοντες που καθιστούν περισσότερο εύθραυστη την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας έχουν ως εξής:
Πρώτον, οι τελευταίες ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας το τελευταίο τρίμηνο του 2016, συνεπάγονται ότι η στατιστική επίδραση βάσεως (carry-over effect) του ρυθμού μεγέθυνσης του 2016 επί του προσδοκώμενου ετήσιου ρυθμού το 2017 αναπροσαρμόζεται επί τα χείρω και καθίσταται αρνητική. Η στατιστική αυτή επίδραση αντανακλά το μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης που θα προέκυπτε την επόμενη χρονιά εάν το επίπεδο του ΑΕΠ που επετεύχθη το τελευταίο τρίμηνο του 2016 διατηρηθεί σταθερό μέσα στην τρέχον έτος.
Πρακτικά τούτο ισοδυναμεί με την ποσοστιαία διαφορά μεταξύ του επιπέδου του ΑΕΠ στο τέταρτο τρίμηνο και του μέσου επιπέδου του ιδίου έτους. Συνεπώς, όταν το επίπεδο του ΑΕΠ στο τέταρτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους είναι χαμηλότερο από το μέσο επίπεδο, όπως συνέβη το 2016, τότε η στατιστική επίδραση βάσεως προς το επόμενο έτος είναι αρνητική. Υπολογίζεται δε ότι η επίδραση αυτή είναι της τάξεως των -0,6 ποσοστιαίων μονάδων.
Ενδείξεις κόπωσης
Δεύτερον, η ιδιωτική κατανάλωση, που ήταν η μόνη συνιστώσα με θετική συμβολή το περασμένο έτος φαίνεται ότι παρουσιάζει ενδείξεις κόπωσης καθότι μία σειρά παραγόντων εμποδίζουν μία ισχυρότερη άνοδο της καταναλωτικής δαπάνης των
νοικοκυριών για τους εξής λόγους:
1. Η φορολογική επιβάρυνση που έχουν ήδη υποστεί τα νοικοκυριά και η θέσπιση νέων μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα το 2017 προβλέπεται να περιορίσουν περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημά τους. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2016, οι φόροι στην κατανάλωση (κυρίως ΦΠΑ και ΕΦΚ) αποτελούσαν το 14,6% του ΑΕΠ ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (2014: 10,3%).
2. Επιπλέον της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, η κατανάλωση επηρεάζεται από το αρνητικό αποτέλεσμα πλούτου για τα νοικοκυριά (negative wealth effect). Η συρρίκνωση του πλούτου των νοικοκυριών, όπως ορίζεται από τον χρηματοοικονομικό πλούτο (financial wealth) και την αξία της ακίνητης περιουσίας (property wealth) συνεχίζει την καθοδική της πορεία αποτρέποντας την ενίσχυση της καταναλωτικής δαπάνης.
Ειδικότερα το 2016, σημειώθηκε περαιτέρω πτώση των χρηματιστηριακών αξιών (-21,2% σε μέσα επίπεδα) αλλά και των τιμών των οικιστικών ακινήτων (-2,2%). Σημειώνεται ότι κατά την διάρκεια της κρίσης, παρατηρήθηκε έντονη πτώση των χρηματιστηριακών αξιών, ενώ ταυτόχρονα οι τιμές των ακινήτων υπεχώρησαν κατά 40,2% σωρευτικά την περίοδο 2007-2016.
3. Η πτώση των τιμών ενέργειας τα προηγούμενα έτη ενίσχυσε έμμεσα τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς καθώς συνετέλεσε στην μείωση των δαπανών των νοικοκυριών για πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης. Δεδομένου ότι τα χρόνια της κρίσης η μέση ροπή προς αποταμίευση ήταν αρνητική, οι πόροι που απελευθερώθηκαν από τη μείωση των δαπανών των νοικοκυριών για ενέργεια πιθανότατα διοχετεύθηκαν στην κατανάλωση.
Ωστόσο το 2017, σύμφωνα με το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αναμένεται αύξηση της τιμής του πετρελαίου σε μέσο επίπεδο έως και 19% για πρώτη φορά μετά από 4 έτη. Η αύξηση αυτή αναμένεται να ασκήσει πιέσεις τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών και κατ΄ επέκταση στην ιδιωτική κατανάλωση.
4. Ο λόγος της αποταμίευσης προς το διαθέσιμο εισόδημα (μέση ροπή προς αποταμίευση) διαμορφώθηκε 11,2% κατά μέσο όρο ετησίως την περίοδο 2009-2015 ακολουθώντας μάλιστα έντονα καθοδική τάση, όπως υποδεικνύεται με μπλε γραμμή στο γράφημα 2. Περιορίζεται συνεπώς, η δυνατότητα των νοικοκυριών να μειώσουν περαιτέρω τις αποταμιεύσεις τους προκειμένου να διατηρήσουν το επίπεδο της ευημερίας τους μέσω διατήρησης του καταναλωτικού τους προτύπου.
5.Η δυνατότητα των νοικοκυριών να προβούν σε τραπεζικό δανεισμό για την ενίσχυση της καταναλωτικής δαπάνης, όπως συνέβαινε πριν την κρίση, κρίνεται πλέον περιορισμένη καθώς η δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών ως προς το διαθέσιμο εισόδημα είναι ήδη υψηλή (2015: 118%).
Παράλληλα ο αρνητικός ρυθμός εξέλιξης των καταναλωτικών δανείων συνεχίζει να επιδεινώνεται (Δεκ. 2015:-2,6%, Δεκ. 2016:-3,4%, Φεβ.2017:-3,7%). Σημειώνεται ότι, όσο διατηρείται η αβεβαιότητα στην οικονομία τόσο δυσχεραίνουν οι συνθήκες ρευστότητας.
Τρίτον, η επιδείνωση του δείκτη οικονομικού κλίματος στο πρώτο τρίμηνο του 2017. Συγκεκριμένα, ο δείκτης διαμορφώθηκε στις 93,8 μονάδες, έναντι 94,1 στο τέταρτο τρίμηνο του 2016.
Πτώση
Οι επιχειρηματικές προσδοκίες στο λιανικό εμπόριο και τις υπηρεσίες κινήθηκαν πτωτικά, ενώ εξαίρεση αποτελεί η βελτίωση του δείκτη προσδοκιών στη βιομηχανία. Ωστόσο, η μεγαλύτερη υποχώρηση παρατηρήθηκε στον δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης που κατέρρευσε κατά 6,9 μονάδες στο πρώτο τρίμηνο του 2017, ενώ ειδικότερα τον Μάρτιο του 2017 ο δείκτης διαμορφώθηκε σε χαμηλό επίπεδο 3,5 ετών. Επισημαίνεται ότι την περίοδο της κρίσης (2009-2016) παρατηρείται έντονη θετική συσχέτιση μεταξύ του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης και της μεταβολής της ιδιωτικής κατανάλωσης