Αποδίδουν τα σκληρά μέτρα – Στο 4% του ΑΕΠ το πρωτογενές, σύμφωνα με τις αναμενόμενες εξαγγελίες της ΕΛΣΤΑΤ
Υψηλότατο πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 4% του ΑΕΠ αναμένεται για το 2016, σύμφωνα με πληροφορίες, το οποίο θα ανακοινώσει την μεθεπόμενη Παρασκευή 21 Απριλίου η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).
Μετά είναι η σειρά της Eurostat να προβεί σε επισημοποίησή του, σε μια συγκυρία κατά την οποία οι διαβουλεύσεις στην Ουάσιγκτον και την Σύνοδο του ΔΝΤ, γύρω από την ανάγκη ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους και των στόχων για τα πλεονάσματα στα επόμενα χρόνια (μετά το 2018), θα βρίσκονται στην κρισιμότερη φάση.
Τα πρωτογενή στοιχεία που απέστειλε το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους θα τύχουν της κατάλληλης επεξεργασίας από την ΕΛΣΤΑΤ, αλλά όλες οι ενδείξεις μιλούν πλέον για πρωτογενές πλεόνασμα – έκπληξη, πάνω και από 3,5% του ΑΕΠ. Δείχνουν δηλαδή ότι το πρωτογενές πλεόνασμα στο τέλος του 2016 ήταν… επταπλάσιο ή και ακόμα μεγαλύτερο σε σχέση με την απαίτηση του Μνημονίου που υπέγραψε η κυβέρνηση με στόχο για 0,5% του ΑΕΠ (σχεδόν 6,5-7 δισ. ευρώ αντί μόλις 900 εκατ. ευρώ που απαιτείτο).
Και όλα αυτά, χωρίς να έχει ακόμα επιστρέψει η ανάπτυξη στη χώρα, μόνο με τα σκληρά μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν διαδοχικά από το καλοκαίρι του 2015 μέχρι τον Ιανουάριο του 2017 και πριν καν εφαρμοστεί ο Νόμος Κατρούγκαλου που κατέκοψε συντάξεις και εφάπαξ –αλλά και χωρίς να επιβληθούν καν τα επόμενα μέτρα που καλείται να ψηφίσει η Βουλή για το 2019-2020.
Υπό άλλες συνθήκες, η (οποιαδήποτε) κυβέρνηση θα έσπευδε να πανηγυρίσει για το τεράστιο πρωτογενές πλεόνασμα -της τάξεως των 7 δισ. για το 2016- αν και εφόσον δεν είχε κάνει «σημαία» και «ιερό δισκοπότηρο» της πολιτικής της, ότι η Ελλάδα ήταν από χρόνια ήδη «χρεωκοπημένη χώρα», που δεν αντέχει άλλες θυσίες και είναι παράλογο να της ζητείται να επιτυγχάνει «εξωπραγματικά υψηλά» πρωτογενή πλεονάσματα.
Αντ’ αυτού όμως, μια τέτοια απρόοπτη εξέλιξη ακυρώνει την επιχειρηματολογία της Αθήνας αλλά, κυρίως, του ΔΝΤ, που επιμένει σθεναρά ακόμη να αρνείται την επίτευξη τόσο υψηλού πλεονάσματος, για να πιέζει τους Ευρωπαίους δανειστές να δεχθούν «εδώ και τώρα» άμεση ελάφρυνση του χρέους, προκειμένου να πει «ναι» στη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα.
Κυρίως όμως, εάν επιβεβαιωθούν και επισήμως όσα δείχνουν τα πρωτογενή στοιχεία, η κυβέρνηση θα έχει πετύχει να αποδείξει στους δανειστές (ειδικά στο Βερολίνο αλλά και στον κόσμο όλο!) ότι με τις μεθόδους της και όσα μέτρα επέβαλε, δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξεως του 4% ήταν και είναι τελικά εφικτό να καταγράφονται, για να μπορεί να πληρώνει το χρέος του το Κράτος, ακόμα και στην Ελλάδα… της «ανθρωπιστικής κρίσης» και των τριών Μνημονίων.
Ανατρέπεται άρδην έτσι η επιχειρηματολογία της Αθήνας για ελαφρύνσεις στόχων και χαλάρωση λιτότητος που ζητάει, αφού στην πράξη φαίνεται ότι η Ελλάδα μπορεί να επιτυγχάνει πλεονάσματα (που θα ξεπερνούσαν ίσως και το 4% αν δεν είχε μεσολαβήσει ο «μποναμάς» Τσίπρα τον Δεκέμβριο) για να μπορεί να αποπληρώνει χρέη και, μόνον από ό,τι περισσεύει, να δίνει και για παροχές.
Ακόμα χειρότερα όμως, ίσως αποδειχθεί και πως αν δεν είχε ανακοπεί εν τη γεννέσει της η πορεία ανάκαμψης από το 2014, αν δεν είχαν κλείσει οι τράπεζες, αν δεν είχε απωλέσει η χώρα τα δισεκατομμύρια των ANFA’s και τα SNP’s που διακόπηκαν το 2015 ή αν μετείχε στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ που άρχιζε όταν ξεκίνησε το «κόντρα αφήγημα» της αποτυχίας των Μνημίων η κυβέρνηση, θα είχαν ωριμάσει νωρίτερα και αποδώσει ήδη τα παλαιά και νέα μέτρα που επωμίστηκαν πολίτες και επιχειρήσεις, επιτυγχάνοντας ευκολότερα ήδη ανάλογα πλεονάσματα (όπως προέβλεπε και το μεσοπρόθεσμο πρρόγραμμα 2014-2017) χωρίς να απαιτηθεί η ίδια εργώδης προσπάθεια και τόσα σκληρά μέτρα λιτότητας, όσα στην τελευταία διετία.
Το καλό νέο – Παροχές λόγω υπερπλεονάσματος
Η κυβέρνηση μπορεί να χρειαστεί να μπει και σε μια νέα διαπραγμάτευση με τους δανειστές, την φορά αυτή όμως για το πώς, πότε, πόσα και σε ποιους, θα μοιράσει σε παροχές το μέρος του υπερπλεονάσματος που καταγράφεται.
Το αρνητικό στην περίπτωση αυτή όμως είναι πως, έχοντας πέσει και η ίδια «θύμα» του δημοσιονομικού της επιτεύγματος, απέδειξε ότι έχει αποτύχει διαπραγματευτικά να αντισταθεί στις ορέξεις των δανειστών και να αποκρούσει με επιτυχία τις πιέσεις τους για αχρείαστα νέα μέτρα, πληρώνοντας ίσως ακριβά η ίδια (και η χώρα ολόκληρη) την κρίση αξιοπιστίας που προκάλεσε το εξάμηνο Βαρουφάκη, αφού οι θεσμοί δεν αρκέστηκαν στα μέτρα του καλοκαιριού του 2015 αλλά πίεσαν να τα «σιγουρέψουν» όσο περισσότερο γινόταν.
Επιπλέον, με την «επιστολή μετανοίας» εκ μέρους του Έλληνα υπουργού Οικονομικών προς τους δανειστές για την έκτακτη παροχή τον περασμένο Γενάρη, η Αθήνα «έκαψε» πρόωρα και το «χαρτί» που ήθελε να παίξει, για να μπορεί να μοιράζει μονομερώς όπου αυτή θέλει παροχές (πχ σε συνταξιούχους αντί για επιχειρήσεις) χωρίς έγκριση των δανειστών.