Σε «τρία λάθη» των ηγεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδίδει ο Jeffrey Frankel, καθηγητής οικονομικών στο Kennedy School of Government του Πανεπιστημίου Harvard και σύμβουλος του πρώην Αμερικανού Προέδρου, Bill Clinton, τη σημερινή εικόνα της ελληνικής κρίσης χρέους.
Όπως υποστηρίζει σε άρθρο του στο VoxEU.org, με ημερομηνία 16 Μαιου 2011, «σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν σήμερα ότι η ευρωπαϊκή διάσωση της Ελλάδας απέτυχε». «Το ελληνικό χρέος θα χρειαστεί να αναδιαρθρωθεί» σημειώνει, κάνοντας λόγο για αναπόφευκτη «εκρηκτική πορεία» του λόγου χρέους/ ΑΕΠ της Ελλάδας, με δεδομένο το έλλειμμα του προϋπολογισμού, το premium του κρατικού ρίσκου και τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, αναφέρεται στην αναδημοσίευση που κάνει το Capital.
Σύμφωνα με τον Frankel, μέρος της ευθύνης των ευρωπαϊκών ηγεσιών αφορά και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, γεγονός για το οποίο εκφράζει την έκπληξή του, «με δεδομένο ότι κατά τα άλλα αποτελεί τον πιο αξιόλογο και επιτυχημένο πανευρωπαϊκό θεσμό».
Το πρώτο εκ των τριών «σφαλμάτων» στα οποία αναφέρεται ο Frankel ήταν η απόφαση με την οποία η Ελλάδα έγινε δεκτή ως μέλος της Ευρωζώνης, του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.
Η Ελλάδα αποτελούσε τότε μια «απόκλιση» τόσο γεωγραφικά όσο και οικονομικά. Δεν κατάφερε να πετύχει τους στόχους των κριτηρίων του Μάαστριχτ, ειδικά την «οροφή» του ελλείμματος στο 3%. «Δεν υπάρχει αμφιβολία», υποστηρίζει, «πως οι περισσότεροι Έλληνες θα συμφωνούσαν με τη θέση ότι, θα ήταν περισσότερο ωφελημένοι σήμερα αν είχαν μείνει έξω από το ευρώ, ελεύθεροι να υποτιμήσουν (σ.σ. το εθνικό τους νόμισμα) και να αποκαταστήσουν τη χαμένη τους ανταγωνιστικότητα».
Το δεύτερο «λάθος» ήταν ότι «επετράπη στα spreads των κρατικών ομολόγων της Ελλάδας (και άλλων χωρών της περιφέρειας) να υποχωρήσουν σε μηδενικά σχεδόν επίπεδα την περίοδο 2002-2007». Όπως εξηγεί ο Frankel, «παρά τα ελλείμματα του προϋπολογισμού και τα επίπεδα του χρέους, η Ελλάδα μπορούσε να δανειστεί με την ίδια περίπου ευκολία όπως η Γερμανία.
Μέρος της ευθύνης φέρουν οι διεθνείς επενδυτές, οι οποίοι τόσο κραυγαλέα υποτίμησαν» αυτούς τους κινδύνους. Σύμφωνα με τον ίδιο, μέρος της ευθύνης φέρουν και οι οίκοι αξιολόγησης, αλλά και οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι η ΕΚΤ δεχόταν το ελληνικό χρέος ως εγγύηση, με τους ίδιους όρους με τους οποίους δεχόταν και το γερμανικό
Το τρίτο «λάθος» ήταν η αποτυχία να στείλουν (σ.σ. οι ευρωπαϊκές ηγεσίες) την Ελλάδα νωρίτερα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. «Αυτό θα έπρεπε να έχει καταστεί σαφές ήδη από τον Ιανουάριο του 2010. Αντί να σοκαριστούν, οι ηγέτες της Φρανκφούρτης και των Βρυξελλών θα έπρεπε να υποδεχθούν την ελληνική κρίση ως μία χρήσιμη ευκαιρία για να δημιουργήσουν ένα ‘προηγούμενο’ προς όφελος της μακροβιότητας του ευρώ».
«Η ιδέα ότι ένα τέτοιο πρόβλημα θα προέκυπτε κάποια στιγμή κάπου στην Ευρώπη δεν μπορεί να αποτελεί έκπληξη. Εξάλλου, γιατί οι αρχιτέκτονες συνέταξαν τη ‘Ρήτρα Μη διάσωσης’ (No Bailout Clause) και το ‘Σύμφωνο για τη Σταθερότητα και την Ανάπτυξη’; Οι σκεπτικοί Γερμανοί φορολογούμενοι φοβούνταν ότι θα χρειαζόταν να διασώσουν κάποια ‘αμαρτωλή’ χώρα της Μεσογείου. Οι ευρωπαϊκές ελίτ υιοθέτησαν του δημοσιονομικούς κανόνες για να αντιμετωπίσουν αυτούς ακριβώς τους φόβους».
Σύμφωνα με τον Jeffrey Frankel, «όταν οι κανόνες απέτυχαν και επήλθε η κρίση, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα έπρεπε να ευχαριστούν την τύχη τους που η πρώτη τέτοια δοκιμασία ανέκυψε σε μία χώρα με δύο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά:
Κατά πρώτον, οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν παραβιάσει τους κανόνες τόσο κατάφορα και τόσο συχνά, που οι Ευρωπαίοι ηγέτες μπορούσαν με καθαρή συνείδηση να υιοθετήσουν μία αυστηρή στάση». Ειδάλλως, εκτιμά ο ίδιος, «η μόνη εναλλακτική ήταν να ρισκάρουν τη δημιουργία ενός ‘προηγούμενου’ σύμφωνα με το οποίο όλες οι κυβερνήσεις θα μπορούν τελικά να διασώζονται συνεχώς, με όλους τους ‘πονοκεφάλους’ ηθικού κινδύνου που κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε».
Κατά δεύτερον, το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας επέτρεψε στην Ευρώπη να βρει τα απαραίτητα κεφάλαια ώστε να θωρακίσει άλλα μέλη της, που ήταν επιρρεπή στον κίνδυνο διάχυσης, αλλά με μικρότερο μερίδιο ευθύνης, όπως π.χ. η Ιρλανδία.
«Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα έπρεπε επίσης να ευχαριστούν την τύχη τους που υπάρχει το ΔΝΤ» υποστηρίζει ο Frankel. «Αντί να αντιδρούν σαν να μην έχουν ξαναδεί παρόμοια κρίση, θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουν ότι η επιβολή όρων και προϋποθέσεων για την παροχή ‘πακέτων’ διάσωσης είναι δουλειά του ΔΝΤ. Όπως εξηγεί, η επιβολή μιας επώδυνης δημοσιονομικής προσαρμογής θα ήταν πιο εύκολη μέσα από την αναγωγή του ζητήματος στη διεθνή πολιτική σκηνή, από ότι αν η επίλυσή του περιοριζόταν μεταξύ γειτόνων ή πολιτικών συμμάχων».
«Όμως η αντίδραση των ηγετών τόσο στη Φρανκφούρτη όσο και στις Βρυξέλλες ήταν ότι η καταφυγή στο ΔΝΤ ήταν αδιανόητη, ότι επρόκειτο για ένα πρόβλημα που έπρεπε να επιλυθεί εντός της Ευρώπης. Ενάντια σε όλες τις μέχρι σήμερα αποδείξεις και παρά την δεκαετία παραβιάσεων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, θέλουν ακόμη να πιστεύουν ότι μπορούν να επιβάλλουν δημοσιονομική πειθαρχία στα κράτη-μέλη. Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση έχει από καιρό μετατραπεί σε στρουθοκάμηλο, που χώνει το κεφάλι της στην άμμο» αναφέρει ο καθηγητής του Harvard.
Όπως σχολιάζει, «τα τρία αυτά λάθη ανήκουν πια στο παρελθόν». Εκτιμά ότι τα μέτρα που βρίσκονται σήμερα σε ισχύ δεν είναι αξιόπιστα, ωστόσο «δεν είναι πολύ αργά ώστε να εφαρμοστεί το ‘μάθημα’ από το λάθος Νο. 2, την πολιτική δηλαδή της ΕΚΤ να δέχεται ως εγγυήσεις τα ομόλογα όλων των κρατών-μελών».
Όπως εκτιμά ο Frankel, η Ευρωζώνη θα έπρεπε να υιοθετήσει ένα κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο η ΕΚΤ δεν θα δέχεται ως εγγύηση ομόλογα όποιας χώρας δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί σε κάποιο δημοσιονομικό κριτήριο, όπως π.χ. το όριο του 3% για το έλλειμμα.
Ένα τέτοιο σύστημα θα διασφάλιζε μεγαλύτερο αυτοματισμό. Αν μία χώρα παραβίαζε κάποιο κανόνα για θεμιτούς λόγους, π.χ. μία φυσική καταστροφή ή ένα πόλεμο, οι αγορές θα το αντιλαμβάνονταν και θα επέβαλαν μικρό ή και καθόλου premium κινδύνου. Δεν θα χρειαζόταν η κρίση των γραφειοκρατών ή των πολιτκών.
Ένα τέτοιο σύστημα θα επέτρεπε την επιστροφή των spreads σε επίπεδα μεταξύ των δύο άκρων, εκείνου του 2002-2007 και των υψηλών του 2009-2011. Και θα έστελναν έτσι οι αγορές ένα «μήνυμα» με «πολύ μεγαλύτερη αξιοπιστία και ισχύ από οποιαδήποτε προειδοποίηση οποιασδήποτε γραφειοκρατίας των Βρυξελλών».
«Χωρίς έναν τέτοιο μηχανισμό, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) κινδυνεύει να μετατραπεί σε έναν μηχανισμό αστάθειας», εκτιμά ο Frnakel.