Στα 17, 4 δισ. ευρώ διαμορφώθηκε σε ονομαστικούς όρους το 2016 το επίπεδο της συνολικής ακαθάριστης αποταμίευσης στην ελληνική οικονομία, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στο ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα και την τελική καταναλωτική δαπάνη, παρουσιάζοντας οριακή αύξηση 272,1 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2015.
Όπως αναφέρεται στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της Eurobank «7 ημέρες οικονομία», η εν λόγω μεταβολή προήλθε από τη διεύρυνση της δημόσιας αποταμίευσης (5,5 δισ.) και από τη συρρίκνωση της ιδιωτικής (-5,2 δισ.).
Σύμφωνα με τα στοιχεία των τριμηνιαίων μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών θεσμικών τομέων της ελληνικής στατιστικής αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), τα οποία επικαλούνται οι αναλυτές της τράπεζας, το επίπεδο της συνολικής αποταμίευσης στην ελληνική οικονομία διαμορφώθηκε στο 9,9% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2016.
Η συνεισφορά του ιδιωτικού τομέα ανήλθε στα 12,5 δισ. και της γενικής κυβέρνησης (δημόσιος τομέας) στα 4,9 δισ. ευρώ.
Σε ό,τι αφορά τους επί μέρους τομείς του ιδιωτικού τομέα, οι μη χρηματοοικονομικές εταιρείες και οι χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις πραγματοποίησαν αποταμιεύσεις της τάξης των 15,8 δισ. και 7,3 δισ. αντίστοιχα. Αντιθέτως, στον τομέα των νοικοκυριών και ΜΚΙΕΝ (μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά) το επίπεδο της καταναλωτικής δαπάνης ήταν υψηλότερο από το αντίστοιχο του διαθέσιμου εισοδήματος για 5ο συνεχές έτος. Πιο αναλυτικά, η αποταμίευση που πραγματοποίησε ο εν λόγω θεσμικός τομέας ήταν αρνητική στα -10,6 δισ. ή -9,4% ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος.
Σε σύγκριση με το 2015 το επίπεδο της συνολικής αποταμίευσης στην ελληνική οικονομία αυξήθηκε κατά 272,1 εκατ. ευρώ. Στους επί μέρους θεσμικούς τομείς οι ετήσιες μεταβολές είχαν ως εξής: νοικοκυριά και ΜΚΙΕΝ -2.464,3 εκατ. ευρώ, μη χρηματοοικονομικές εταιρείες -3.263,8 εκατ. ευρώ, χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις +534,2 εκατ. ευρώ και γενική κυβέρνηση +5.466,0 εκατ. ευρώ. Κατά τους αναλυτές της τράπεζας, αποδεικνύεται λοιπόν ότι η σημαντική αύξηση της δημόσιας αποταμίευσης αντισταθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη συρρίκνωση της ιδιωτικής (-5.193,9 εκατ.). Ως εκ τούτου, το συνολικό αποτέλεσμα ήταν οριακά θετικό.
Όπως επισημαίνει η Eurobank, το προαναφερθέν φαινόμενο, δηλαδή η αύξηση της δημόσιας αποταμίευσης και παράλληλα η μείωση της ιδιωτικής, παρατηρείται στην ελληνική οικονομία από το 2009. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της περιόδου 2009-2016, ο ιδιωτικός τομέας μείωσε τις αποταμιεύσεις του κατά -24,9 δισ. ευρώ (από 37,4 δισ. ευρώ στα 12,5 δισ. ευρώ) και ο δημόσιος τομέας τις αύξησε (μείωση των ελλειμμάτων) κατά 28,5 δισ. (από -23,6 δισ. ευρώ στα 4,9 δισ. ευρώ).
Το αποτέλεσμα για το σύνολο της οικονομίας ήταν η αύξηση του επιπέδου της εγχώριας αποταμίευσης κατά 3,5 δισ. Κατά τους αναλυτές της Eurobank, αξίζει να σημειωθεί ότι η μείωση του επιπέδου της αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα προήλθε κυρίως από τα νοικοκυριά και ΜΚΙΕΝ (-22,0 δισ. ευρώ). Ακολούθησαν οι μη χρηματοοικονομικές εταιρείες (-8,0 δισ.), ενώ στις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις καταγράφηκε αύξηση της τάξης των 5,1 δισ. ευρώ.
Όπως εκτιμά η Eurobank, μια πιθανή ερμηνεία των παραπάνω μεταβολών είναι η εξής: η επιτευχθείσα δημοσιονομική προσαρμογή – μια μορφή αύξησης των αποταμιεύσεων του κράτους – οδήγησε σε έναν βαθμό στη μείωση της ζήτησης (π.χ. αύξηση φόρων και μείωση δαπανών) και ως εκ τούτου στην πτώση της εγχώριας παραγωγής οπότε και των εισοδημάτων. Η τελευταία μεταβολή είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών.
Εν κατακλείδι, όπως τονίζουν οι αναλυτές της Eurobank, βάσει των προαναφερθέντων στοιχείων, τα γενικά συμπεράσματα που εξάγονται για την πορεία των αποταμιεύσεων στην ελληνική οικονομία έχουν ως κάτωθι:
– για 5ο συνεχές έτος η καταναλωτική δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών ήταν υψηλότερη από το αντίστοιχο διαθέσιμο εισόδημα (0,2 δισ. ευρώ το 2012, 5,5 δισ. ευρώ το 2013, 4,6 δισ. ευρώ το 2014, 8,2 δισ. ευρώ το 2015 και 10,6 δισ. ευρώ το 2016). Ο συγκεκριμένος τρόπος χρηματοδότησης ενός ποσοστού της ιδιωτικής κατανάλωσης δεν θεωρείται βιώσιμος στη μακροχρόνια περίοδο, όπως υπογραμμίζει η τράπεζα.
-η σημαντική αύξηση της δημόσιας αποταμίευσης που καταγράφηκε το 2016 (5,5 δισ.) συνοδεύτηκε από μεγάλη πτώση της αντίστοιχης ιδιωτικής (-5,2 δισ.). Συνεπώς, το αποτέλεσμα για το σύνολο της οικονομίας ήταν οριακά θετικό (272,1 εκατ. ευρώ).
-από τη στιγμή που εξαλείφθηκε το πολύ υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (μείωση του εξωτερικού δανεισμού), η χρηματοδότηση των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία πραγματοποιείται αποκλειστικά με εθνικούς πόρους. Για παράδειγμα, το 2016, το ποσοστό αποταμίευσης διαμορφώθηκε στο 9,9% και της επένδυσης στο 10,5% (ως ποσοστό του ΑΕΠ).
Η εν λόγω απόκλιση αντικατοπτρίζει το σχετικά μικρό έλλειμμα που καταγράφηκε στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το περασμένο έτος, καταλήγουν οι αναλυτές της Eurobank.