Ξεγελούν την εφορία με διπλούς καταλόγους, με χαμηλότερες τιμές για το «μετρητοίς»
Με διπλούς τιμοκαταλόγους υποδέχονται ολοένα και περισσότεροι επαγγελματίες τους πελάτες τους, προτείνοντας, ανοικτά, γενναία έκπτωση για όσους πληρώσουν τοις μετρητοίς, με χαρτονομίσματα.
Ουσιαστικά, στην αγορά έχει επικρατήσει η πολιτική τού «διπλού νομίσματος», με το χρήμα στη φυσική μορφή του να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη αξία σε σχέση με το «ηλεκτρονικό», δηλαδή αυτό που διακινείται μέσω πιστωτικών και χρεωστικών καρτών ή από τραπεζικό λογαριασμό σε τραπεζικό λογαριασμό.
Το νέο κύμα φοροδιαφυγής που πλήττει την αγορά έχει ήδη χτυπήσει τα φετινά φορολογικά έσοδα τόσο από τον ΦΠΑ όσο και από τον φόρο εισοδήματος. Το κίνητρο πλέον για τους επαγγελματίες να στρέψουν τους πελάτες τους στο μετρητό είναι πάρα πολύ ισχυρό, ειδικά μετά και τη σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το εισόδημα.
Σε μια απόδειξη ή σε ένα τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών αξίας 100 ευρώ, το ποσόν που θα πρέπει να αποδοθεί στο κράτος, είτε για τον ΦΠΑ είτε για τον φόρο εισοδήματος ή για τις ασφαλιστικές εισφορές, μπορεί να κυμαίνεται πλέον από 50 έως και… 80 ευρώ. Η λύση λοιπόν για ολοένα και περισσότερους είναι προφανής: καλύτερα να γίνει μοιρασιά του οφέλους από τη φοροδιαφυγή με τον πελάτη, παρά να αποδοθεί ολόκληρο το ποσόν στο Δημόσιο.
Ασπίδα προστασίας τα capital controls
Οι φορολογικές αρχές έχουν αντιληφθεί ότι μοναδική ασπίδα προστασίας αυτή τη στιγμή είναι τα capital controls, καθώς, όσο βρίσκονται σε ισχύ, περιορίζεται κάπως η ποσότητα του χρήματος σε φυσική μορφή που κυκλοφορεί στην αγορά. Ανασταλτικά λειτουργεί και η συνεχής προβολή των «ηλεκτρονικών πληρωμών» από τις τράπεζες αλλά και των πλεονεκτημάτων πραγματοποίησης των συναλλαγών μέσω των POS. Ωστόσο, αυτές οι «ασπίδες» δεν θα υπάρχουν επ’ άπειρον.
Πρώτον, τα capital controls θα πρέπει να χαλαρώσουν κάποια στιγμή (ειδικά αν υπάρξει συμφωνία με τους δανειστές), καθώς ήδη στο τέλος Ιουνίου συμπληρώνονται δύο χρόνια από την επιβολή τους.
Δεύτερον, οι φορολογούμενοι θα αντιληφθούν (αν δεν έχουν ήδη αντιληφθεί) ότι η αξία των ηλεκτρονικών πληρωμών που πρέπει να πραγματοποιήσουν για να μη χάσουν το αφορολόγητο είναι πολύ μικρή και καλύπτεται πολύ εύκολα λόγω και των εξαιρετικά χαμηλών εισοδημάτων που εμφανίζονται στις φορολογικές δηλώσεις.
Ουσιαστικά, ολοένα και μεγαλύτερο βάρος για τον εντοπισμό των «μαύρων» συναλλαγών θα πέφτει στον φοροελεγκτικό μηχανισμό, ο οποίος θα πρέπει να συλλαμβάνει τον παραβάτη επ’ αυτοφώρω για να καταλογίσει το πρόστιμο ή το «υποχρεωτικό λουκέτο» που προβλέπει η νομοθεσία. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει τεράστιο αριθμό ελεγκτών –ειδικά τώρα που ξεκινάει η θερινή περίοδος– τον οποίο φυσικά δεν διαθέτει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.
Αναγκαστικά, το βάρος πέφτει σε χώρους εστίασης, νυκτερινά κέντρα κ.λπ., με αποτέλεσμα εκατομμύρια συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε γραφεία ή κατ’ οίκον (π.χ. σε ιατρεία, γραφεία μηχανικών, δικηγόρων, ηλεκτρολογικές και υδραυλικές εργασίες, επισκευές κ.λπ.) να παραμένουν ουσιαστικά έξω από το ραντάρ της εφορίας.