Υπό ποιες προϋποθέσεις πιστώνεται τμήμα του πλεονάσματος προς κοινωνικές παροχές ή ελάφρυνση φόρων
Εντυπωσιακές διαστάσεις λαμβάνει και η άνευ προηγουμένου «τεχνοκρατική» σύγκρουση που έχει ξεσπάσει μεταξύ των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας, όχι για το αν πρέπει ή όχι να ληφθούν σκληρά μέτρα λιτότητας, αλλά αν μπορούν να δοθούν και πότε κάποιες «παροχές – ανάσα» για τον ελληνικό λαό στο πλαίσιο του Μνημονίου.
Αυτή η τεχνοκρατική «αναμέτρηση» διχάζει κυβέρνηση και αντιπολίτευση για το ποιος γνωρίζει καλύτερα τις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας. Διχάζει όμως και την ελληνική κοινή γνώμη που την παρακολουθεί, όχι τόσο για το βάθος της σκέψης και των επιχειρημάτων κάθε πλευράς –συγκεκριμένα εδάφια του μνημονίου και κάποια νούμερα και ημερομηνίες δίνουν όλες τις απαντήσεις άλλωστε- αλλά επειδή είναι πρόσφατος ακόμη στις μνήμες της ο χριστουγεννιάτικος «μποναμάς Τσίπρα» στους συνταξιούχους, που απείλησε να τινάξει στον αέρα την β΄αξιολόγηση, οδήγησε στην ταπεινωτική για τη χώρα επιστολή συγγνώμης εκ μέρους του κυρίου Τσακαλώτου στους δανειστές ενώ, στη συνέχεια, αποκαλύφθηκε και ότι η παροχή δόθηκε «στα τυφλά» και επωφελήθηκαν ακόμα και «συνταξιούχοι» εν ενεργεία βουλευτές!
Πέραν του αν η κυβέρνηση ή η αντιπολίτευση γνωρίζουν καλύτερα ή όχι τους όρους και τους κανόνες για παροχές σε καιρούς Μνημονίων, και ο απλός πολίτης μπορεί ή πρέπει να γνωρίζει ότι τόσο το 2ο Μνημόνιο όσο και το 3ο προβλέπουν ότι μέρος από τις θυσίες του ελληνικού λαού μπορεί να επιστρέφει σε αυτόν. Αρκεί κάποιος να το διαβάσει για να καταλάβει πού είναι η αλήθεια.
Εκ προοιμίου πάντως πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι οι κανόνες αυτοί, όπως αναφέρει το ΠρώτοΘέμα, δεν πρέπει να συγχέονται με τα λεγόμενα «αντίμετρα» των ετών 2019-2020 τα οποία επιβάλλονται εκ περισσού και χωρίς να προβλέπονται στα ως τώρα συμφωνημένα Μνημόνια.
Ειδικά για τις παροχές, και σε αντίθεση με το Β’ Μνημόνιο, που προέβλεπε 70% παροχές από υπέρβαση στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα (έτσι δόθηκε το Κοινωνικό Μέρισμα το 2014 από το πλεόνασμα του 2014), η συμφωνία που υπέγραψε τον Αύγουστο του 2015 η κυβέρνηση απαιτεί το 60% της υπέρβασης στα πλεονάσματα να πάει για πληρωμές ληξιπρόθεσμων χρεών του Δημοσίου: Τα μισά στο εξωτερικό και τα άλλα μισά προς το εσωτερικό. Απομένει έτσι ένα 40% για άλλες παροχές ή άλλες δράσεις, κατόπιν «συμφωνίας» με τους δανειστές.
Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι παροχές για κοινωνικούς σκοπούς δίδονται όταν συντρέχουν τα ακόλουθα:
Επιβεβαίωση πλεονάσματος από την Eurostat
Αφού πρώτα «διαπιστωθεί» το πρωτογενές πλεόνασμα. Εν προκειμένω δηλαδή, όχι κατά την διάρκεια της χρονιάς όπως δόθηκε η παροχή Τσίπρα το 2016, αλλά αφού πρώτα επιβεβαιώσει το πρωτογενές πλεόνασμα η Eurostat. Η πρώτη ανακοίνωση του πλεονάσματος έγινε ήδη στις 21 Απριλίου 2017 και έδειξε ότι όχι μόνον υπήρξε «πρωτογενές» πλεόνασμα-μαμούθ (4,19% του ΑΕΠ ή 7,5 δισ. ευρώ με τους κανόνες του Μνημονίου και 8πλάσιο από 0,5% που απαιτούσε το Μνημόνιο) αλλά για πρώτη φορά υπήρξε και «κανονικό» πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης. Δηλαδή τα κρατικά έσοδα της χρονιάς ήταν περισσότερα από τις κρατικές δαπάνες και αφού πληρώθηκαν ακόμα και οι τόκοι για τα χρέη (στο «πρωτογενές» αυτές οι πληρωμές παραβλέπονται).
Πλεόνασμα από διαρθρωτικά μέτρα μόνιμης απόδοσης
Εφόσον διαπιστωθεί πως το πλεόνασμα προέρχεται από διαρθρωτικά μέτρα μόνιμης απόδοσης και όχι από μη παραμετρικά, μη επαναλαμβανόμενα ή έκτακτα μέτρα. Πρέπει να συμφωνήσουν δηλαδή οι θεσμοί ότι η υπέρβαση αυτή θα επαναληφθεί και την επόμενη χρονιά.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι όντως έχει διαπιστωθεί από την Eurostat) ένα πρωτογενές πλεόνασμα το 2016. Δεν έχει όμως ακόμα επιβεβαιωθεί οριστικά. Αυτό γίνεται τον Οκτώβριο, στην δεύτερη ανακοίνωση της Eurostat. Τότε μπορεί να υπάρξουν διαφορές. Τότε θα φανεί και αν η υπέρβαση από τα συμφωνηθέντα (περίπου 6,5 δισ. ευρώ) προέρχεται εξ ολοκλήρου από «μη παραμετρικά» και μη επαναλαμβανόμενα έσοδα.
Ιδανικά, αν ολόκληρη η υπέρβαση στο πλεόνασμα ήταν «επαναλαμβανόμενη», θα μεταφερόταν αυτομάτως και στο 2017. Θα πήγαινε κατά τουλάχιστον 3,9 δισ. ευρώ για πληρωμές χρεών (60%) και έως 2,6 δισ. ευρώ η κυβέρνηση θα τα διέθετε για παροχές, μετά από συζητήσεις τον Οκτώβριο.
Μπορεί να εξαγγελθεί λοιπόν από την Άνοιξη η διανομή του; Τις απαντήσεις δίνει η εμπειρία επτά χρόνων Μνημονίων και ορισμένα «ψιλά γράμματα» της συμφωνίας που δεν είναι δυνατόν κανείς να τα αγνοεί.
Απαραίτητη η συμφωνία με τους δανειστές
Όπως ορίζεται παραπάνω, η κατανομή των παροχών πρέπει «να συμφωνηθεί» με τους δανειστές. Ούτε αυτό έχει υπάρξει. Ωστόσο στην τεχνική συμφωνία που υπήρξε στο Χίλτον την Πρωτομαγιά, ορίζονται και κοστολογούνται για το 2020. Επίσης στην συμφωνία του 2016 (επικαιροποιημένο Μνημόνιο) οι δανειστές αναγνώριζαν πως, αν δοθεί κάτι, θα πρέπει κυρίως να ενισχύσει το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα ή για φοροαπαλλαγές.
Άρα με διάφορους τρόπους, παλαιότερα έως και πρόσφατα, οι θεσμοί έχουν εκφραστεί ήδη για το ποιες παροχές αποδέχονται κατ’αρχήν (π.χ. μείωση ΕΝΦΙΑ, μείωση του συντελεστή 20%, μείωση φόρων στο κρασί, στις επιχειρήσεις και στην έκτακτη εισφορά, δημιουργία νέων βρεφονηπιακών σταθμών κ.λπ.) και ποιες όχι.
Επ’ αυτών τουλάχιστον θα μπορούσε να υπάρξει μια συζήτηση και μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να επιτευχθεί και ευρύτερη συναίνεση (αν όχι «εθνική γραμμή») στην διαπραγμάτευση με τους δανειστές.
Να μην απειλείται από τις παροχές η επίτευξη στόχου του έτους
Πρέπει από τις παροχές να μην απειλείται η επίτευξη του στόχου πλεονάσματος της χρονιάς. Η δαπάνη και οι απώλειες από την φοροαπαλλαγή θα εγγραφούν μέσα στη χρονιά που γίνεται η δαπάνη, όπου για φέτος ο στόχος είναι πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% (ή 3,2 δισ. ευρώ).
Άρα η δαπάνη αυτή θα επιβαρύνει όντως τον στόχο του 2017 αν γίνει πρόωρα και αποκαλυφθεί τελικά ότι το περσινό πλεόνασμα δεν οφείλεται σε διατηρήσιμες και επαναλαμβανόμενες πηγές εσόδων. Τον κίνδυνο αυτό διαβλέπει πιθανώς και το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών που με ανακοίνωσή του έδειξε ότι ανησυχεί μήπως κινδυνεύσει το στόχος του πλεονάσματος για το 2017.
Το υπουργείο Οικονομικών γνωρίζει προφανώς καλύτερα και «εκ των έσω», αν και κατά πόσο ένα μέρος του υπερπλεονάσματος του 2016 προέρχεται από μόνιμη υπεραπόδοση μέτρων που μεταφέρεται αυτομάτως έτσι και για το 2017 ή όχι.
Από την άλλη, το επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας εκτιμά ότι περίπου 2,4% του ΑΕΠ (πάνω από 4 δισ. ευρώ) ήταν υπερείσπραξη από μόνιμα και επαναλαμβανόμενα μέτρα εξοικονόμησης (π.χ. μειώσεις στις συντάξεις, αύξηση ΦΠΑ και ειδικών φόρων κ.λπ.). Εξ αυτών, τα 800 εκατ. ευρώ μέτρα που προτείνει αντιστοιχούν στο 20%, δηλαδή στο μισό από το 40% του υπερπλεονάσματος που θα μπορούσε να διατεθεί για παροχές.
Στη βάση αυτή πάντως, θα μπορούσε και πάλι να γίνει μια συζήτηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων για το ποιο ποσό μπορεί να θεωρηθεί ασφαλές (πχ να τα βρουν στα 400-500 εκατ. ευρώ) ώστε, με βάση την «προίκα» από το 2016 στο 2017, να μην απειλείται ο στόχος για το πλεόνασμα από ένα μίνιμουμ παροχών που θα συμφωνηθεί.
Ικανά Ταμειακά διαθέσιμα
Πρέπει να υπάρχουν ικανά Ταμειακά διαθέσιμα την συγκεκριμένη χρονική στιγμή του έτους όπου πρόκειται να δοθούν οι παροχές. Τα διαθέσιμα αυτά τον Δεκέμβριο ανέρχονταν σε περίπου 3 δισ. ευρώ και υπερκαλύπτουν παροχές 500 ή και 800 εκατ. ευρώ. Επιπλέον στο α΄τρίμηνο παρατηρείται υπερείσπραξη φόρων. Ωστόσο, μόνο για τα 180 εκατ. ευρώ που απαιτούν κονδύλια για δαπάνες για βρεφονηπιακούς σταθμούς χρειάζεται να υπάρχουν ταμειακά διαθέσιμα. Αντιθέτως η ελάφρυνση του ΕΝΦΙΑ είναι φοροαπαλλαγή και δεν χρειάζεται να εκταμιευθεί κάποιο ποσόν από τα ταμειακά διαθέσιμα του Κράτους.
Τι ισχυρίζεται το ΥΠΟΙΚ
Με ανακοίνωσή του, που εξέδωσε την Πέμπτη, το Υπουργείο Οικονομικών τονίζει ότι το υπερπλεόνασμα του 2016 «δεν μπορεί να δαπανηθεί εντός του 2017». Αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:
«Ο κ. Μητσοτάκης θα έπρεπε να γνωρίζει ότι αν δοθεί σήμερα το οποιοδήποτε ποσό εγγράφεται στον προϋπολογισμό του 2017. Άρα, μπορούν αυτές οι δαπάνες να μειώσουν το πλεόνασμα του 2017. Η κυβέρνηση, λοιπόν, έδωσε τα 620 εκατ. ευρώ στους χαμηλοσυνταξιούχους το 2016 γιατί το ποσό δεν μπορούσε να δαπανηθεί εντός του 2017.
…Τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν χάνονται ούτε εξαφανίζονται, επειδή δεν μεταφέρονται! Μια υπεραπόδοση μπορεί να δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο, αν οφείλεται σε μόνιμους και όχι έκτακτους παράγοντες -αλλά αυτό θα το μάθουμε προς το τέλος του έτους».
…Κάθε υπεραπόδοση –και το 2016 είχαμε υπεραπόδοση καθώς το ΔΝΤ αμφισβητούσε την απόδοση των μέτρων και δεν ενσωματώνει (ενν. τα μη παραμετρικά μέτρα) στις εκτιμήσεις του – πρέπει να επιστρέφεται στην κοινωνία με προτεραιότητα στους πιο αδύναμους. Αυτό έκανε η σημερινή κυβέρνηση, στο τέλος του 2016, έχοντας διασφαλίσει ότι δεν υπάρχει καμιά απειλή στην επίτευξη των στόχων της.
…ΥΓ. Δεν θα ήταν διόλου άσκοπο να διεξαχθεί μια άτυπη ενημέρωση στη Βουλή, προκειμένου να ενημερωθεί και ο κ. Μητσοτάκης –αλλά και κάποιοι σύμβουλοί του– για το πρωτογενές πλεόνασμα, τα μη παραμετρικά μέτρα και άλλες βασικές έννοιες. Πραγματικά, κάτι τέτοιο θα βοηθούσε τον δημόσιο διάλογο, αφού η αντιπαράθεση δεν μπορεί να γίνεται με… ανεμόμυλους, αλλά στη βάση της πραγματικότητας».
Τι απαντούν από την Νέα Δημοκρατία
Με ανάρτησή του, ο οικονομικός σύμβουλος του προέδρου της ΝΔ, Στέλιος Πέτσας, απαντά στο Υπουργείο Οικονομικών, τονίζοντας -μεταξύ άλλων- τα εξής:
«Όπως τόνισε σήμερα ο Βασίλης Κικίλιας «η Νέα Δημοκρατία δεν δέχεται μαθήματα από ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα για το πως λειτουργεί η οικονομία της αγοράς και που εκλέχτηκαν με λαϊκίστικες υποσχέσεις παροχών 12 δισ ευρώ για να πάρουν τελικά μέτρα λιτότητας 12,5 δισ ευρώ!».
Επί της ουσίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει πολύ καλά ότι η διάθεση του 0,5% του ΑΕΠ, από την υπέρβαση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος 2016, βαρύνει τον τρέχοντα Προϋπολογισμό. Το γνωρίζει γιατί το έχει ήδη κάνει ως υπουργός στην Κυβέρνηση Σαμαρά! Το 2014 δόθηκε κοινωνικό μέρισμα, μειώθηκαν μια σειρά φόρων όπως ο ΦΠΑ στην εστίαση, η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, οι ασφαλιστικές εισφορές και ο ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης, από την υπεραπόδοση του 2013, σε συνεννόηση με τους εταίρους και δανειστές.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΛ.ΣΤΑΤ. (21.04.2017), το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 ήταν 3,9% του ΑΕΠ ή 6,937 δις ευρώ. Κατά Πρόγραμμα, μάλιστα, ίσως να είναι και λίγο υψηλότερο. Συνεπώς, η υπέρβαση έναντι του στόχου του 2016 ήταν τουλάχιστον 6 δισ. ευρώ».