Σοβαρή παρενέργεια των δεσμεύσεων της χώρας να επιτυγχάνει υψηλά πλεονάσματα για την αποπληρωμή του χρέους αποτελεί η αντίστοιχη και ισόποση μείωση των καταθέσεων, τονίζει σε άρθρο του στην “Καθημερινή της Κυριακής” ο Ηλίας Λεκκός, επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής στην Τράπεζα Πειραιώς.
Αναλυτικά το άρθρο του κ. Λεκκού:
Από τα πρώτα χρόνια ήδη των μνημονίων είχαμε επισημάνει σε πολλούς συνομιλητές μας (συμπεριλαμβανομένων και των τεχνικών κλιμακίων των θεσμών) ότι μια μη προσδοκώμενη αλλά πολύ σοβαρή παρενέργεια της δέσμευσης της χώρας μας να επιτυγχάνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θα χρησιμοποιούνται σχεδόν κατά το σύνολό τους για την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους του ελληνικού Δημοσίου, θα είχε ως αποτέλεσμα μια αντίστοιχη και ισόποση μείωση καταθέσεων από την ελληνική οικονομία και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Η εμπροσθοβαρής επίτευξη σημαντικών πλεονασμάτων ήδη από το 2016 μας δίνει μιας πρώτης τάξης ευκαιρία να αποδείξουμε την ισχύ των επιχειρημάτων μας – τα οποία έχουν αμφισβητηθεί σχεδόν από όλους.
Πριν ξεκινήσουμε, απλώς θα θέλαμε να διευκρινίσουμε ότι η εκροή ρευστότητας συμβαίνει όχι επειδή το Δημόσιο υποχρεούται να επιτύχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ούτε καν επειδή υποχρεούται να τα χρησιμοποιήσει για την αποπληρωμή χρέους. Η εκροή ρευστότητας θα λάβει χώρα επειδή τα πλεονάσματα θα χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή χρέους στο εξωτερικό.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Υπό καθεστώς capital controls, η ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας μπορεί να προσομοιάσει με ένα κλειστό και πλήρως ελεγχόμενο σύστημα όπου η μεταβολή των καταθέσεων μέσα στο έτος θα πρέπει να ισούται του αλγεβρικού αθροίσματος των νέων εισροών μείον τις νέες εκροές. Με σημείο εκκίνησης τις καταθέσεις Δεκεμβρίου 2015 στα 133,8 δισ. ευρώ, το 2016 σημειώθηκαν συνολικές εισροές 20,6 δισ. ευρώ έναντι μόλις 2,5 δισ. ευρώ εκροών μέσω απομόχλευσης της ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο, οι καταθέσεις αυξήθηκαν μόνον κατά 5,5 δισ. ευρώ (πριν από προσαρμογές για την αναταξινόμηση των καταθέσεων του ΤΕΚΕ και του Ταμείου Παρακαταθηκών κ Δανείων). Εως ότου η ΕΛΣΤΑΤ δημοσιεύσει πριν από λίγες ημέρες το τελικό ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος, το κενό των 7-8 δισ. ευρώ αποτελούσε ερώτημα για τους υπολογισμούς μας. Ωστόσο, μετά τη δημοσίευση των στοιχείων της Γενικής Κυβέρνησης, τα στοιχεία βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία, με μια μικρή απόκλιση της τάξης του 1 δισ. ευρώ.
Ένας εναλλακτικός και πολύ εύκολος τρόπος να διαπιστώσει κανείς ότι η χρησιμοποίηση των πλεονασμάτων για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού δημόσιου χρέους οδηγεί και θα οδηγήσει και στο μέλλον σε υποχώρηση των καταθέσεων είναι να συγκρίνουμε τη σύνθεση και το ύψος των χρηματοδοτικών αναγκών του ελληνικού Δημοσίου με τις αντίστοιχες πηγές άντλησης της αντίστοιχης χρηματοδότησης. Για το 2016 το ελληνικό Δημόσιο (βάσει του μνημονίου 2015) είχε συνολικές χρηματοδοτικές υποχρεώσεις 17 δισ. ευρώ, έναντι των οποίων είχαν προβλεφθεί πόροι 16,4 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα και 1,3 δισ. ευρώ από αποκρατικοποιήσεις.
Τελικά όμως η συνολική χρηματοδότηση περιορίστηκε στα 10,3 δισ. ευρώ, καθώς δεν εκταμιεύθηκε η τελευταία δόση ύψους 6,1 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα ούτε και εισπράχθηκαν τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις. Το ελληνικό Δημόσιο, παρ’ όλα αυτά, ήταν σε θέση να εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις του, καθώς το ποσό των 7,4 δισ. (6,1 δισ. + 1,3 δισ.) που δεν εισπράχθηκε καλύφθηκε –στο μεγαλύτερο μέρος του– από το πρωτογενές πλεόνασμα. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η εκροή προς το εξωτερικό καταθέσεων ύψους περί τα 7 δισ. ευρώ.
Εν κατακλείδι θα θέλαμε να αναφέρουμε ότι, ενώ η ανωτέρω ανάλυση επικεντρώνεται στην εξέλιξη των καταθέσεων το 2016, τα συμπεράσματά της δεν περιορίζονται στο 2016 αλλά έχουν καθολική ισχύ και αποτελούν προπομπό μελλοντικών εξελίξεων. Εν συντομία ο πυρήνας των επιχειρημάτων μας μπορεί να συνοψισθεί στο εξής: για κάθε έτος από εδώ και στο εξής σημείο αφετηρίας για την εξέλιξη των καταθέσεων και της ρευστότητας θα πρέπει να είναι οι καταθέσεις του προηγούμενου έτους μειωμένες κατά το ποσό του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα. Δεδομένου μάλιστα ότι από το 2018 ο στόχος ανέρχεται στο 3,5% του ΑΕΠ, αυτό μεταφράζεται σε μια ετήσια εκροή καταθέσεων περί τα 6,5 δισ. ευρώ. Το εάν μπορεί κάθε χρόνο το τραπεζικό σύστημα να ανακαλύπτει αρκετούς εναλλακτικούς πόρους ώστε να αντιπαρέρχεται το αρνητικό σημείο αφετηρίας του και να βελτιώνει τη ρευστότητά του αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.