Στην ανάγκη να αντιμετωπιστεί κατά προτεραιότητα το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο «αποτελεί πολύ σημαντικό εμπόδιο στην ανάκαμψη της οικονομίας», στάθηκε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. «Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα όχι μόνο το τραπεζικό σύστημα αλλά και η ελληνική οικονομία», πρόσθεσε, σε ομιλία του σε Δείπνο του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη.
Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, η κρίση αποκάλυψε τις αδυναμίες του προτύπου οικονομικής ανάπτυξης που ακολουθήθηκε εδώ και δεκαετίες, και οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από τη δημοσιονομική εκτροπή, την απώλεια της ανταγωνιστικότητας και το συνεχώς διευρυνόμενο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
«Το 2009, λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης χρέους, τόσο το δημόσιο έλλειμμα όσο και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, κυμαίνονταν γύρω στο 15% του ΑΕΠ, ενώ το δημόσιο χρέος άγγιζε το 127% του ΑΕΠ. Ήταν λοιπόν θέμα χρόνου να οδηγηθούμε σε κρίση, η οποία εκδηλώθηκε ως κρίση δανεισμού, και οδήγησε την Ελλάδα σε προγράμματα οικονομικής προσαρμογής (μνημόνια)», συμπλήρωσε.
Όπως ανέφερε, «η εφαρμογή των μέτρων αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας είχε, και συνεχίζει να έχει, υψηλό κόστος σε όρους προϊόντος και απασχόλησης, το οποίο πολλαπλασιάσθηκε από τις προϋπάρχουσες ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας. Από την άλλη πλευρά όμως, παρά τα λάθη, τις καθυστερήσεις και τις οπισθοδρομήσεις, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής θεράπευσαν σωρευμένες παθογένειες και ορισμένες διαρθρωτικές ατέλειες, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο τη βελτίωση σήμερα των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της οικονομίας».
Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι αυτά που απομένει να γίνουν είναι σχετικά λίγα σε σχέση με το μεγάλο όγκο των αλλαγών που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί από το 2010 μέχρι σήμερα. Διευκρίνισε ωστόσο ότι ο αναγκαίος μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, σημειώνοντας πως η Ελλάδα δεν έχει κατορθώσει να επιστρέψει σε διατηρήσιμη ανάπτυξη.
«Είναι βέβαιο ότι η υπερψήφιση από τη Βουλή των προαπαιτούμενων μέτρων, που συμφωνήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, θα ανοίξει το δρόμο για την εκταμίευση της επόμενης δόσης από το Eurogroup της 22ας Μαΐου. Με τον τρόπο αυτό θα αρθεί η αβεβαιότητα που χαρακτήρισε τις οικονομικές εξελίξεις από το τέλος του 2016 μέχρι σήμερα, επιτρέποντας τη βελτίωση όλων των οικονομικών δεικτών. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό για να επιτύχουμε διατηρήσιμη και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη», συμπλήρωσε.
Για να κινηθεί σταθερά ανοδικά η οικονομία από το σημείο που βρίσκεται σήμερα, πέρα από τη διευθέτηση του ζητήματος των «κόκκινων» δανείων, είναι επίσης απαραίτητο κατά τον κ. Στουρνάρα:
-να μην υπάρξουν παλινδρομήσεις στον δημοσιονομικό τομέα
-να εξειδικευτούν το συντομότερο δυνατόν από το Eurogroup τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
«Τα παραπάνω θα ανοίξουν το δρόμο για την ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο με τη σειρά του θα διευκολύνει την πρόσβαση στις αγορές και θα στηρίξει την οικονομική ανάκαμψη.
Αυτό θα θέσει σε κίνηση ένα νέο ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτεί την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας, ενώ θα ενθαρρύνει την επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες, την επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, και, σε τελευταίο στάδιο, την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων», συνέχισε, τονίζοντας ότι υπάρχουν οι βάσεις για βελτίωση της οικονομίας στο αμέσως προσεχές διάστημα.