Στο 25% του επίσημου ΑΕΠ υπολογίζεται ότι κινείται κατά μέσο όρο η σκιώδης οικονομία στην Ελλάδα, η οποία εκτιμάται ότι έχει αυξηθεί, παρότι οι έμμεσες μετρήσεις την εμφανίζουν μειωμένη στο 23,5%-24% τα τελευταία χρόνια, για λόγους που σχετίζονται μεταξύ άλλων με στατιστικά σφάλματα ή/και ανακρίβειες των έμμεσων μεθόδων μέτρησης (για παράδειγμα, δεν λαμβάνεται υπόψη η επίδραση των μεταναστευτικών ροών).
Τα παραπάνω υποστήριξε ο καθηγητής Βασίλης Βλάχος, διδάσκων του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, παρουσιάζοντας σε συνέντευξη Τύπου τα ευρήματα υπό εξέλιξη έρευνας του Παρατηρητηρίου Σκιώδους Οικονομίας, που πραγματοποιήθηκε σε πανελλαδικό δείγμα 15.000 ατόμων, στο πλαίσιο έργου του ερευνητικού προγράμματος «Θαλής».
Σύμφωνα με τον κ. Βλάχο, βασικοί παράγοντες αύξησης του φαινομένου είναι η αίσθηση μη ανταποδοτικότητας των φορολογικών βαρών και έλλειψης δικαίου στην κατανομή τους, αλλά και οι ανεπαρκείς έλεγχοι. Εντυπωσιακό πάντως είναι και το ποσοστό όσων δεν πληρώνουν φόρους και εισφορές …από ιδεολογία (υπολογίζεται γύρω στο 10%-20%), ενώ υψηλή εμφανίζεται γενικότερα η αδήλωτη εργασία.
Στη σκιώδη οικονομία προστρέχουν επτά στους δέκα άνεργοι
Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, βάσει των ευρημάτων της μελέτης, το ποσοστό των ερωτηθέντων που συμμετέχουν στη σκιώδη οικονομία κυμαίνεται κατά μέσο όρο γύρω στο 60% κι απογειώνεται στο 71,6% στην περίπτωση των ανέργων. Τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 64,6% για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, 61,3% για τους συνταξιούχους, 60,7% για τους αυτοαπασχολούμενους, 57,3% για τους επιχειρηματίες και 51,8% για τους δημόσιους υπαλλήλους. Οι επιχειρηματίες συγκεντρώνουν το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ όσων κρίνουν ότι η δραστηριότητα στη «σκιά» της οικονομίας είναι δικαιολογημένη (52,4%), ενώ ακολουθούν: αυτοαπασχολούμενοι (50,4%), άνεργοι (46,7%), εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα (42,5%), δημόσιοι υπάλληλοι (32,4%) και συνταξιούχοι (30,7%).
Γιατί φοροδιαφεύγουν
Ως προς τα αίτια, τέσσερις στους δέκα Έλληνες θεωρούν τη δραστηριότητα στη σκιώδη οικονομία ως δικαιολογημένη, για λόγους που σχετίζονται (πολλαπλές απαντήσεις) με τη μη ανταποδοτικότητα του υψηλού φορολογικού βάρους που επωμίζονται οι φορολογούμενοι (82,3%), την άδικη κατανομή του (77,1%) και τη χαμηλή ποσότητα και ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών (72%). Ποσοστό 46,6% των ερωτηθέντων «κοιτάζει» τι πράττουν οι γύρω του, πριν αποφασίσει αν τελικά θα πληρώσει τους φόρους, περίπου το 42% εκτιμά ότι η ηθική αποθαρρύνει τη φοροδιαφυγή και 73,9% πιστεύει ότι το ίδιο κάνουν τα υψηλά πρόστιμα.
«Η συμμετοχή στη σκιώδη οικονομία προσδιορίζεται από τη διαφορά (σε μηνιαία βάση) ανάμεσα στα (επίσημα) έσοδα και τα έξοδα του νοικοκυριού. Το έλλειμμα αυξάνει τις πιθανότητες συμμετοχής στη σκιώδη οικονομία (είτε μείωση των εξόδων από την π.χ. αγορά προϊόντων δίχως την έκδοση απόδειξης είτε αύξηση των εσόδων από μη δηλωμένο εισόδημα). Η μεγάλη συμμετοχή στη σκιώδη οικονομία, παρά το γεγονός ότι οι πολίτες δηλώνουν ότι οι έλεγχοι την αποθαρρύνουν, σημαίνει ότι οι πολίτες θεωρούν την πιθανότητα ελέγχου πάρα πολύ μικρή», υπογραμμίζει ο κ. Βλάχος.
Υψηλά ποσοστά αδήλωτης εργασίας
Όσον αφορά την αδήλωτη εργασία, η ανάλυση των δεδομένων που συγκέντρωσε το Παρατηρητήριο Σκιώδους Οικονομίας καταδεικνύει σύμφωνα με τον κ.Βλάχο υψηλά ποσοστά τόσο πλήρως αδήλωτης, όσο και μερικώς αδήλωτης εργασίας. Για τη μερικώς δηλωμένη εργασία, η ανάλυση των δεδομένων καταδεικνύει ότι αυτή επικρατεί στην περίπτωση, πρώτον, του συνδυασμού της έλλειψης ελέγχων και του μεγέθους των φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών και, δεύτερον, των διαθέσιμων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κάτω των 30 ετών (υψηλή προφορά- χαμηλή ζήτηση, με αποτέλεσμα πολλοί πτυχιούχοι να εργάζονται στη σκιώδη οικονομία και μάλιστα σε θέσεις εργασίας πολύ χαμηλότερων προσόντων από τα δικά τους).
Προτάσεις
Κατά τον κ. Βλάχο, αν οι δραστηριότητες της σκιώδους οικονομίας μεταφέρονταν επιτυχώς στην επίσημη, αυτό θα σήμαινε αύξηση του ΑΕΠ και θα εναρμονιζόταν με την κοινοτική στρατηγική «Ευρώπη 2020» για την οικονομική ανάπτυξη/κοινωνική ένταξη. «Δυστυχώς η πολιτεία θεσπίζει πολιτικές με στόχο την πάταξη της φοροδιαφυγής, οι οποίες εστιάζουν στην παύση -κατάργηση- των δραστηριοτήτων της σκιώδους οικονομίας και όχι στη μεταφορά τους στην επίσημη οικονομία», υπογράμμισε και πρόσθεσε ότι αν η Ελλάδα θέλει να μεταφέρει τις δραστηριότητες της σκιώδους οικονομίας στην επίσημη, αντί να τις καταργήσει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη, θα πρέπει να εστιάσει μεταξύ άλλων στα εξής πεδία:
-Στη θέσπιση κανόνων για την εξασφάλιση της σταθερότητας του φορολογικού πλαισίου.
-Στην αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου α)για την φοροδιαφυγή (για παράδειγμα, δεν είναι θεμιτό να ταυτίζεται ο οφειλέτης βεβαιωμένων φόρων ως φοροφυγάς) και β)για την τόνωση του περί δικαίου αισθήματος (π.χ. με άρση βουλευτικής ασυλίας ή κατάργηση του ακαταδίωκτου σε περίπτωση φοροδιαφυγής).
-Στην αύξηση των ελέγχων τόσο στον αριθμό όσο και στην αποτελεσματικότητά τους και στη θέσπιση ειδικών φορέων/ομάδων εργασίας για τους ελέγχους αυτούς (ειδικευμένες ομάδες εργασίας θα πρέπει να αναλαμβάνουν τον έλεγχο μικρών επιχειρήσεων, μεσαίων, μεγάλων επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών οι οποίοι δεν απασχολούν προσωπικό, καθώς ο τρόπος φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής διαφοροποιείται). Παράλληλα προτείνεται η μείωση των φορολογικών συντελεστών, με τρόπο που δεν θα αφορά τις συμφωνίες στο πλαίσιο του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. «Για παράδειγμα, να είναι αφορολόγητες οι “νέες επενδύσεις εκ του μηδενός (Greenfield)” για ορισμένη χρονική περίοδο», κατέληξε.
Περισσότερα στοιχεία θα παρουσιαστούν στη διάρκεια του Διεθνούς Συνεδρίου με τίτλο «International Conference on International Business 2017» (ICIB2017) από τις 18 έως τις 21 Μαΐου 2017, που συνδιοργανώνει το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, στους χώρους του ξενοδοχείου Grand Hotel Palace. Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου ICIB2017 θα διεξαχθούν και τρία πάνελ του Κέντρου Αριστείας Jean Monnet «Research on Crucial Issues of European Integration» με θέματα που αφορούν τρεις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση στον δημοσιονομικό, τραπεζικό και επενδυτικό τομέα.