Την εμπιστοσύνη τους στην Ελλάδα δείχνουν οι σουηδικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας και αυτό αποτυπώνεται στην έρευνα για το ελληνικό επιχειρηματικό κλίμα η οποία που διενεργήθηκε από το Εμπορικό Τμήμα του «Business Sweden», σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Σουηδίας και το Ελληνο-Σουηδικό Επιμελητήριο.
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, τα αποτελέσματα της έρευνας, που βασίζονται στις πληροφορίες που αντλήθηκαν από ένα δείγμα 32 ανώτατων στελεχών, ανακοινώθηκαν από την κα Charlotte Wrangberg, Πρέσβη της Σουηδίας στην Ελλάδα, τον κ. Erik Friberg και τον κ. Ανδρέα Γιαλλουράκη, Επιτρόπους Εμπορίου της Σουηδίας, καθώς και τον κ. Ιωάννη Δ. Σαρακάκη, Πρόεδρο του Ελληνο-Σουηδικού Επιμελητηρίου.
Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας, οι Σουηδικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα έχουν εμπιστοσύνη στους επιμέρους κλάδους δραστηριοποίησής τους και έχουν ως στόχο την ανάπτυξή τους. Το 81% των εταιριών αναμένουν μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη του κλάδου τους. Οι εταιρίες πιστεύουν επιπρόσθετα ότι η επέκτασή τους θα δημιουργήσει αύξηση κύκλου εργασιών και κερδοφορία. Το 63% των ερωτηθέντων αναμένει μεσοπρόθεσμη αύξηση κύκλου εργασιών. Αυτή η θετική προοπτική θα οδηγήσει και σε αύξηση της απασχόλησης.
Στον εναρκτήριο λόγο της η Πρέσβης της Σουηδίας στην Ελλάδα, κα Charlotte Wrangberg, ανέφερε μεταξύ άλλων: “είναι η σωστή στιγμή να ξαναδούμε από κοντά την ελληνική αγορά. Και τη μεγάλη δυναμική που βλέπουμε εδώ. Υπάρχουν μερικές πολύ σημαντικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα.”
Ο κ. Ιωάννης Δ. Σαρακάκης, Πρόεδρος του Ελληνο-Σουηδικού Επιμελητηρίου, είπε μεταξύ άλλων στο καλωσόρισμά του: “Είναι ενθαρρυντικό να παρατηρούμε ότι επιτέλους επιστρέφουν η αισιοδοξία και μια θετική προοπτική για το μέλλον της Ελληνικής οικονομίας και οι Σουηδικές εταιρίες φαίνεται να είναι στο προσκήνιο αυτής της μεταστροφής!”
Το 63% προβλέπει μέση έως πολύ υψηλή κερδοφορία μεσοπρόθεσμα
Τα αποτελέσματα της έρευνας που παρουσιάστηκαν από τους Επιτρόπους Εμπορίου της Σουηδίας, κ.κ Erik Friberg και Ανδρέα Γιαλλουράκη, δείχνουν ότι οι σουηδικές εταιρείες είναι αρκετά αισιόδοξες αναφορικά με τις δυνατότητες κερδοφορίας της ελληνικής αγοράς. Η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων αναμένει, είτε βραχυπρόθεσμα είτε μεσοπρόθεσμα, μια ανάπτυξη στον κλάδο δραστηριοποίησής της. Το 81% των ερωτηθέντων εταιριών αναμένει μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη του κλάδου ενώ το 63% προβλέπει να υπάρξει μεσο-μακροπρόθεσμα κερδοφορία – από μέτρια έως υψηλή. Ωστόσο, οι περισσότερες εταιρείες αναμένουν μέτρια επίπεδα κερδοφορίας. Τέλος, το 52% των εταιριών θεωρεί ότι θα επεκτείνει μεσοπρόθεσμα τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.
Το πλεονέκτημα είναι το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό
Οι σουηδικές εταιρίες που συμμετείχαν στην έρευνα απασχολούν περίπου 3.400 εργαζόμενους στην Ελλάδα. Η ανάπτυξη του κλάδου τους αλλά και η αύξηση του κύκλου εργασιών και της κερδοφορίας θα έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του προσωπικού που απασχολείται σε σουηδικές επιχειρήσεις. Το 34% των ερωτηθέντων αναμένει αύξηση του αριθμού των εργαζόμενων μέσα στην ερχόμενη τριετία, ενώ το 71% πιστεύει πως ο αριθμός των καταρτισμένων στελεχών στην Ελλάδα είναι υψηλός έως πολύ υψηλός και πιστεύει ότι αυτό αποτελεί ευκαιρία για τις σουηδικές επιχειρήσεις.
“Οι προβλέψεις για ανάπτυξη των επιμέρους κλάδων, του κύκλου εργασιών και της κερδοφορίας των εταιριών δείχνουν ότι πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία”
Ο Επίτροπος Εμπορίου κ. Erik Friberg είπε: “Συχνά διαβάζουμε προβλέψεις και αναφορές που βασίζονται σε στατιστικά στοιχεία και μακροοικονομικούς δείκτες. Όμως αυτή η μελέτη διαφέρει καθώς δείχνει τις παρατηρήσεις από πρώτο χέρι των εταιριών που δραστηριοποιούνται στην αγορά. Οι σουηδικές επιχειρήσεις με τη μακρόχρονη παρουσία τους στην Ελληνική αγορά, πιστεύουν ότι η αγορά έχει μια μεσοπρόθεσμη δυναμική. Παρόλο που κάποιες φορές οι εταιρίες επηρεάζονται από την πολιτική αστάθεια, το ποσοστό φορολόγησης και τη γραφειοκρατία, εν τούτοις πιστεύουν ότι οι τομείς δραστηριοποίησής τους θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται, γι αυτό και σκοπεύουν να παραμείνουν στην Ελλάδα. Υπό αυτό το πρίσμα, τολμώ να πω ότι το αποτέλεσμα της έρευνας αποτελεί έναν δείκτη εμπιστοσύνης στη δυναμική της ελληνικής αγοράς”.