Συμπεράσματα από την έκθεση του ESM για την πορεία της ελληνικής Οικονομίας
Το ελληνικό χρέος παραμένει μη βιώσιμο, ύστερα από τρία μνημόνια «διάσωσης της ελληνικής Οικονομίας, με την χειρότερη, μάλιστα, επικινδυνότητα μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης και παρά τα δύο «κουρέματα» (PSI) του 2012, όταν διαγράφηκε χρέος ύψους 137,9 δισ. ευρώ (106 δισ. τον Φεβρουάριο και 31,9 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο εκείνου του έτους).
Αυτό εν ολίγοις είναι το συμπέρασμα που εξέφρασε η έκθεση του ESM για την πορεία του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής και γενικότερα την ελληνική Οικονομία.
Σήμερα η Ελλάδα παραμένει υπό μνημονιακό καθεστώς, στην ίδια κατάσταση (για πολλούς σε χειρότερη…) με αυτήν του 2010, εγκλωβισμένη σε σκληρά δημοσιονομικά μέτρα που στην κυριολεξία ωθούν τους φορολογούμενους σε εξαθλίωση και την Οικονομία στο… απόσπασμα! Το απογοητευτικότερο όλων αυτών είναι ότι η μεθόδευση των δανειστών (καθώς η χώρα μας δεν είχε ουσιαστικό ρόλο στα «κουρέματα») έφεραν την χώρα σε κατάσταση χρεοκοπίας χωρίς ωστόσο να διασωθεί! Κι αυτό είναι ένα από τα σημεία των αποφάσεων και της δράσης των δανειστών που προκαλεί παγκόσμια αγανάκτηση.
Στην κλίμακα του ESM (1-4, με το 4 να είναι η καλύτερη βαθμολογία), το ελληνικό χρέος λαμβάνει 1,8 μονάδα έναντι 1,7 μονάδα που είχε στο τέλος του 2009. Ακολουθούν η Πορτογαλία με 2 μονάδες και οι Κύπρος και Ισπανία με 2,1 μονάδες. Η εμπειρία των PSI είναι χρήσιμο να αξιοποιηθεί στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που διεξάγονται για την απομείωση του ελληνικού χρέους, υπό την έννοια να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.
Η ενδεχόμενη λύση στο ζήτημα του χρέους θα αποφασιστεί προφανώς στο επόμενο Eurogroup ή, τέλος πάντων, σε κάποιο μελλοντικό Eurogroup, αλλά το εάν η λύση αυτή θα σημειώσει επιτυχία και θα έχει διάρκεια θα το κρίνουν οι Αγορές. Αυτές θα αποφασίσουν για το εάν η Ελλάδα θα μπορέσει να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της με έκδοση νέων ομολόγων ή θα παραμείνει μπλοκαρισμένη στην χρηματική υποστήριξη των Θεσμών. Και σε αυτό το σημείο, ιδιαίτερη βαρύτητα έχουν οι διαβουλεύσεις -επίσημες και παρασκηνιακές- μεταξύ Ευρωπαίων δανειστών και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Διαρπαγμάτευση κατοχυρωμένη με… νόμο
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (εάν τελικώς αποφασίσει να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι υπόλοιποι «θεσμοί» (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης) θα καθίσουν στο τραπέζι των διαβουλεύσεων το καλοκαίρι του 2018 με αποκλειστικό αντικείμενο συζήτησης το να… μαντέψουν το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 οκτώ ολόκληρους μήνες προτού αποφανθούν η αρμόδια Ελληνική Στατιστική Αρχή και η Eurostat.
Είναι η πρώτη φορά που ένας γύρος διαπραγμάτευσης με τους δανειστές κατοχυρώνεται με νόμο. Στο άρθρο 15 του πολυνομοσχεδίου αναφέρεται ρητά ότι «οι διατάξεις των άρθρων 3-9 και 11-14 (σ.σ.: είναι οι διατάξεις που περιγράφουν τα θετικά μέτρα του 2019 και του 2020) τίθενται σε εφαρμογή από 1/1/2019 και από 1/1/2020 αντιστοίχως, υπό την προϋπόθεση και στον βαθμό που σύμφωνα με εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και τις ελληνικές Αρχές, στο πλαίσιο της τελικής αξιολόγησης του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, δεν προκαλείται απόκλιση από τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους όπως αυτοί καθορίζονται στο ως άνω πρόγραμμα. Ο υπουργός Οικονομικών δημοσιεύει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ανακοίνωση στην οποία παρέχονται τα συμπεράσματα της ανωτέρω εκτίμησης.
Τα σενάρια των πρωτογενών πλεονασμάτων
Έτσι, τα σενάρια των καταστάσεων που πιθανώς αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το καλοκαίρι του 2018 είναι τα εξής:
– Το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 να κριθεί ότι όχι μόνο κλείνει στο 3,5% του ΑΕΠ, αλλά και ότι είναι διατηρήσιμο, δηλαδή δεν προέρχεται από μέτρα με εφάπαξ χαρακτήρα. Σε αυτή την περίπτωση, επειδή οι μειώσεις των συντάξεων θα ενεργοποιηθούν ούτως ή άλλως από την 1/1/2019, θα δημιουργηθεί ο δημοσιονομικός χώρος και για να ενεργοποιηθούν τα θετικά μέτρα του 2019 (δηλαδή η αύξηση του επιδόματος τέκνων, το επίδομα στέγασης, η μείωση της συμμετοχής στα φάρμακα, η δαπάνη 300 εκατ. ευρώ για τις επενδύσεις, η δαπάνη για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων απασχόλησης του ΟΑΕΔ κ.λπ.). Αν κριθεί ότι το πλεόνασμα δεν φτάνει στο 3,5% του ΑΕΠ, αλλά κινείται στην περιοχή από το 2,5%-3,5%, τότε θα «κοπούν» θετικά μέτρα και θα ενεργοποιηθούν μόνο όσα αντέχει το πρωτογενές πλεόνασμα.
– Το πρωτογενές πλεόνασμα να κριθεί ότι πέφτει και κάτω από το 2,5% του ΑΕΠ. Σε αυτή την περίπτωση θα ενεργοποιηθεί η ρήτρα, που επίσης περιγράφεται στο πολυνομοσχέδιο, για πρόωρη μείωση του αφορολόγητου. Έτσι, αν το πλεόνασμα εκτιμηθεί στην περιοχή από το 1,5% έως το 2,5% τότε θα αποφασιστεί η μείωση της έκπτωσης φόρου στα 1.250 ευρώ να γίνει από την 1/1/2019 και όχι από την 1/1/2020 όπως αναφέρει ο νόμος. Φυσικά, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα υπάρξει κανένα θετικό μέτρο.
Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής προβλέπει βίαιη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2017 συγκριτικά με το 2016 στα επίπεδα του 1,9% έναντι 4,2% που ήταν η απόδοση του 2016 με βάση τον μνημονιακό ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος. Ο στόχος για φέτος είναι στο 1,75% και αν δεν επιτευχθεί τότε θα ενεργοποιηθεί ο «δημοσιονομικός κόφτης» ο οποίος παραμένει σε ισχύ. Αν ο στόχος ξεπεραστεί, τότε θεωρητικά η Ελλάδα διατηρεί το δικαίωμα να προχωρήσει σε εφάπαξ εισοδηματικές ενισχύσεις των αδύναμων ομάδων. Στην πράξη οι δανειστές δεν αναμένεται να δώσουν το πράσινο φως για κάτι τέτοιο καθώς θα παραπέμψουν τη συζήτηση στον μεγάλο γύρο διαπραγμάτευσης του καλοκαιριού του 2018.
Όπως αναφέρει και η Ναυτεμπορική, το Μεσοπρόθεσμο προβλέπει και την υλοποίηση πρόσθετων φορολογικών ελαφρύνσεων της τάξεως των 3,5 δισ. ευρώ στη διετία 2020-2021, αλλά και τη διανομή εφάπαξ κοινωνικών μέτρων ύψους 660 εκατ. ευρώ μέσα στο 2019. Αυτά τα μέτρα δεν είναι συμφωνημένα με τους δανειστές καθώς η ενεργοποίησή τους στηρίζεται αποκλειστικά σε μια πρόβλεψη της ελληνικής πλευράς. Σύμφωνα με αυτήν δημιουργείται πολύ μεγάλος δημοσιονομικός χώρος για την 3ετία 2019-2021. Αυτός ο χώρος προκύπτει επειδή κατά την εκτίμηση της ελληνικής πλευράς ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ και μετά το 2018 (και πιθανότατα μέχρι το 2022 ή μέχρι το 2023) όχι μόνο θα επιτευχθεί, αλλά θα υπάρξει και υπεραπόδοση.
Τα σενάρια των αντιμέτρων
Έτσι, το «πακέτο» των επιπλέον θετικών μέτρων ύψους 3,5 δισ. ευρώ στηρίζεται στις ακόλουθες προβλέψεις:
– Το 2019, το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στα 8,141 δισ. ευρώ αντί για τα 6,8 δισ. ευρώ ή στο 4,17% του ΑΕΠ αντί για το 3,5% του ΑΕΠ. Έτσι, για τη συγκεκριμένη χρονιά προκύπτει δημοσιονομικός χώρος 1,307 δισ. ευρώ ή 0,67% του ΑΕΠ. Έτσι δημιουργείται και ο χώρος για μέτρα 660 εκατ. ευρώ.
– Το 2020, το πρωτογενές πλεόνασμα να φτάσει στο 4,62% του ΑΕΠ αντί για 3,5% (ή στα 9,377 δισ. ευρώ αντί για 7,11 δισ. ευρώ). Προκύπτει έτσι δημοσιονομικός χώρος 2,267 δισ. ευρώ ή 1,12% του ΑΕΠ, με την κυβέρνηση να προωθεί τη διανομή 1,5 δισ. ευρώ.
– Το 2021, το πρωτογενές πλεόνασμα να φτάσει όχι στο 3,5% του ΑΕΠ αλλά στο 5,5% του ΑΕΠ, ήτοι στα 11,619 δισ. ευρώ. Προβλέπεται έτσι να προκύψει δημοσιονομικός χώρος 4,227 δισ. ευρώ ή 2% του ΑΕΠ και το κατάλληλο έδαφος ώστε να γίνουν φορολογικές ελαφρύνσεις ύψους 3,5 δισ. ευρώ.