«Επενδύσεις και ανάπτυξη δεν μπορούν να συμβαδίσουν με εξόντωση των κλάδων της παραγωγής υπακούοντας τυφλά στην βούληση των θεσμών όπως συμβαίνει ήδη στην φαρμακοβιομηχανία με τις ανατιμολογήσεις» επισημαίνει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Αττικής και Πειραιώς (ΣΒΑΠ) κ. Δημήτρης Μαθιός υιοθετώντας πλήρως τις θέσεις της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας για την καταδίκη της εγχώριας παραγωγής φαρμάκου λόγω στρεβλής ανατιμολόγησης, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση.
«Ας εφαρμοστεί ένα σύστημα δίκαιης τιμολόγησης με ίδιες μειώσεις για όλα τα φάρμακα. Ας σταματήσουμε να δεχόμαστε τα οριζόντια μέτρα των θεσμών που διαλύουν την ελληνική Βιομηχανία» τονίζει ο πρόεδρος του ΣΒΑΠ κ. Δημήτρης Μαθιός μεταφέροντας τις υπογραμμίσεις της ΠΕΦ ότι πρόκειται για την πιο στρεβλή ανατιμολόγηση των τελευταίων ετών η οποία, κατά μία αδιανόητη λογική, εστιάζει και πάλι, μονομερώς και ασύμμετρα μόνο στις τιμές των οικονομικών Ελληνικών φαρμάκων. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί σε πλήρες αδιέξοδο την ελληνική παραγωγή, οδηγώντας πολλές επιχειρήσεις σε οριακές καταστάσεις και χιλιάδες εργαζόμενους στην αβεβαιότητα.»
Και προσθέτει ο πρόεδρος του ΣΒΑΠ κ. Δημήτρης Μαθιός: «Ενώ τα δημόσια ταμεία δεν εξοικονομούν ούτε 1 ευρώ και αντίθετα, αυξάνεται η διείσδυση των ακριβών φαρμάκων. Το νέο δελτίο προτεινόμενων τιμών υιοθετεί άκριτα την αλλοπρόσαλλη και αποδεδειγμένα ατελέσφορη πολιτική των «θεσμών». Επιβάλει δηλαδή επιλεκτικά νέες ισοπεδωτικές μειώσεις τιμών μόνο στα ήδη οικονομικά φάρμακα της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, βυθίζοντάς τα στην απαξίωση.»
Κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τον ιστορικό και δυναμικό κλάδος της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας ο κ. Μαθιός καταλήγει αποδεχόμενος πλήρως της θέσεις της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας: «Οι τιμές περισσότερων από 1.680 ελληνικών φάρμακων κουρεύονται εκ νέου σήμερα έως και 75%. Και αυτή είναι η 11η συνεχόμενη μείωση που επιβάλλεται στοχευμένα στην ελληνική παραγωγή, με συνέπεια τα ελληνικά φάρμακα να έχουν χάσει σε 7 χρόνια το 67% της τιμής τους. Είναι παράδοξο, μάλιστα, το γεγονός ότι γίνεται αποδεκτή μια εξόφθαλμη καταχρηστική ανισότητα στις συνεχείς μειώσεις τιμών: Σε κάθε ανατιμολόγηση οι τιμές των γενοσήμων και παλιών φαρμάκων, που αποτελούν τη βάση της ελληνικής παραγωγής, μειώνονται μεσοσταθμικά κατά 10-12%, ενώ παράλληλα οι αντίστοιχες μειώσεις στα εισαγόμενα νεότερα ακριβά φάρμακα κυμαίνονται στο 1,5%-2%.
Στις απαράδεκτες αυτές συνθήκες ανατιμολόγησης προστίθενται κάθε χρόνο εξωπραγματικά και οριζόντια clawback και rebates, με συνέπεια οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες να επιστρέφουν στο Δημόσιο από 20% έως και το 45% του τζίρου τους, αναίτια και παράλογα. Αναίτια, γιατί τα σκευάσματά τους δεν ευθύνονται για τις υπερβάσεις της φαρμακευτικής δαπάνης. Παράλογα, γιατί τα οικονομικά ελληνικά φάρμακα είναι αυτά που παράγουν κάθε χρόνο σημαντικές εξοικονομήσεις στο Σύστημα Υγείας. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που τιμωρεί τα οικονομικά γενόσημα φάρμακα, όταν παντού χρησιμοποιούνται ως εργαλείο ισορροπίας στην φαρμακευτική πολιτική.
Πολλά οικονομικά Ελληνικά φάρμακα θα αποσυρθούν αναγκαστικά από το Σύστημα, λόγω των ασφυκτικών συνθηκών παραγωγής και θα αντικατασταθούν από νέες εισαγόμενες και πιο ακριβές θεραπείες, με αποτέλεσμα την αύξηση της δημόσιας δαπάνης και την μεγαλύτερη επιβάρυνση των ασθενών. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία κινδυνεύει, λόγω της εφαρμοζόμενης αλόγιστης φαρμακευτικής πολιτικής, να μετατραπεί από πυλώνα ανάπτυξης σε αναιμική συμπληρωματική δραστηριότητα ενός ανεξέλεγκτου εισαγωγικού εμπορίου στον ευαίσθητο χώρο της Υγείας.»