Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος η ρύθμιση του χρέους
Η ολοκλήρωση της εν εξελίξει αξιολόγησης, η ρύθμιση του ελληνικού χρέους και η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης QE της ΕΚΤ βρέθηκαν στο επίκεντρο ημερίδας που διοργάνωσε την Τετάρτη στη Φρανκφούρτη το περιοδικό Economist σε συνεργασία με το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο.
Τόσο το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ Μπενουά Κερέ όσο και ο έλληνας υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος υπογράμμισαν την ανάγκη να επιτευχθεί συμφωνία στο επικείμενο Eurogroup της 15ης Ιουνίου, προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη και να επιστρέψει η ελληνική οικονομία σε έναν βιώσιμο δρόμο. Ευθυγραμμιζόμενος με το αίτημα της ελληνικής πλευράς, ο γάλλος οικονομολόγος ζήτησε να συγκεκριμενοποιηθούν τώρα τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους -παρότι θα υλοποιηθούν το 2018 όπως έχει συμφωνηθεί- και συνέδεσε μάλιστα την εξειδίκευση των μέτρων με την πιθανή ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ευρωτράπεζας. Ήρθε η ώρα να λάβουμε σοβαρές αποφάσεις που θα κάνουν τη διαφορά, εάν δεν το κάνουμε, θα μας κοστίσει περισσότερα στο μέλλον, προειδοποίησε το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.
Όπως σημειώνει η Deutsche Welle, αρκετά πιο σαφής ήταν ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ο οποίος δεν δίστασε να κατηγορήσει ανοιχτά Ολλανδία και Γερμανία για δυο μέτρα και δυο σταθμά. Δεν μπορεί το ΔΝΤ να είναι καλό μόνον για τις μεταρρυθμίσεις και να παραμερίζεται όταν ζητά την απομείωση του χρέους, είπε χαρακτηριστικά ο έλληνας υπουργός. Αυτός ο υποβαθμισμένος και σε κάθε περίπτωση όχι πλήρης ρόλος του Ταμείου στην ελληνική διάσωση τείνει πλέον να παγιωθεί. Η λύση που προωθείται και η οποία παρουσιάστηκε αρχικώς στο τελευταίο Eurogroup προβλέπει έναν αμιγώς συμβουλευτικό και όχι χρηματοδοτικό ρόλο για το ΔΝΤ. Μια ελαφρώς διαφοροποιημένη εκδοχή της πρότασης αυτής -χωρίς ουσιαστικές ωστόσο αλλαγές- είναι πλέον το πιο ρεαλιστικό σενάριο για τις 15 Ιουνίου.
Όπως εκτίμησε μιλώντας προς τη Deutsche Welle ο Λαρς Φελντ, ένας εκ των λεγόμενων «5 σοφών» της γερμανικής οικονομίας “φωτογραφίζοντας” την πιθανή λύση: «(…) Δεν πιστεύω ότι στις 15 θα αποφασιστούν ήδη μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Κατά συνέπεια αυτό θα σημαίνει ότι το ΔΝΤ δεν θα είναι διατεθειμένο να διαθέσει πόρους και άλλα δάνεια στην Ελλάδα. Αυτό οδηγεί σε μια συμβιβαστική φόρμουλα, βάσει της οποίας το ΔΝΤ θα παραμείνει τυπικά στο πρόγραμμα, αλλά θα εκταμιεύσει χρήματα το 2018. (…) Η πρόταση κατατέθηκε ήδη κατά την τελευταία συνάντηση, αλλά η Ελλάδα δεν μπορούσε να τη δεχτεί. Τώρα όμως ενδεχομένως να βρεθεί λύση προς αυτή την κατεύθυνση», εκτίμησε ο γερμανός οικονομολόγος, παραπέμποντας και στις πληρωμές δισεκατομμυρίων του Ιουλίου, οι οποίες, όπως εκτιμά, θα παίξουν καταλυτικό ρόλο στην τελική κρίση της ελληνικής κυβέρνησης.
Πρόκειται για μια πρόταση με γερμανική «σφραγίδα» και του Β. Σόιμπλε προσωπικά, αφού λύνει σε μεγάλο βαθμό τα χέρια του υπουργού Οικονομικών: συναινώντας σε ορισμένα υποτυπώδη μέτρα ελάφρυνσης του χρέους όπως την παράταση της ωρίμανσης των δανείων του EFSF κατά 15 έτη και υπό την γνωστή αίρεση ότι αυτά θα εφαρμοστούν το 2018 εφόσον κριθεί αναγκαίο, ο Β. Σόιμπλε μπορεί να αποσπάσει την τόσο σημαντική για το Βερολίνο συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και δη εγκαίρως πριν τις γερμανικές εκλογές. Με τον τρόπο αυτό τηρεί την υπόσχεση που είχε δώσει ο ίδιος αλλά και η καγκελάριος Μέρκελ στους βουλευτές τους για να εγκρίνουν το τρίτο πακέτο διάσωσης.
Το ό,τι η υπόσχεση αυτή υλοποιείται μόνον κατά το ήμισυ είναι πολιτικά αμελητέο στην παρούσα φάση. Εξάλλου ακόμη και βουλευτές της σκληροπυρηνικής πτέρυγας της CDU έχουν εξηγήσει επανειλημμένως ότι το βασικό ζητούμενο γι΄ αυτούς είναι να διατηρηθεί ο γνωμοδοτικός και όχι απαραίτητα και ο χρηματοδοτικός ρόλος του Ταμείου. Η γερμανική πλευρά επιμένει στην άμεση εμπλοκή του ΔΝΤ περισσότερο λόγω της πολυετούς εμπειρίας του σε προγράμματα προσαρμογής και των πιέσεων που ασκεί για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων. Άλλωστε ο ίδιος ο Β. Σόιμπλε έχει επιρρίψει συχνά στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, δηλαδή στην Κομισιόν και την ΕΚΤ, ότι δεν ασκούν τις δέουσες πιέσεις στην Ελλάδα. Η παρουσία του ΔΝΤ στην Ελλάδα λοιπόν θεωρείται τρόπον τινά εγγύηση για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.
Η μη εξειδίκευση ή -στην καλύτερη των περιπτώσεων- υποτυπώδης αυτή συγκεκριμενοποίηση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους θα έχει όμως άλλη μια άμεση συνέπεια που ανατρέπει ουσιαστικά τον οικονομικό και πολιτικό σχεδιασμό της ελληνικής κυβέρνησης: υπό αυτές τις συνθήκες φαντάζει σχεδόν αδύνατο να ενταχθεί η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ευρωτράπεζας, το περίφημο QE που αποτελεί κεντρικό στόχο της κυβέρνησης Τσίπρα.
Η Ελλάδα θα πρέπει να απεγκλωβιστεί από τη λογική του QE, να εγκαταλείψει καταρχήν δηλαδή αυτό τον στόχο, ανέφεραν στη DW κύκλοι του ESM. Διότι μόνον έτσι, σύμφωνα με τους ίδιους, μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για την επίτευξη συμφωνίας στο επικείμενο Eurogroup που με τη σειρά της θα δρομολογήσει και την έγκαιρη εκταμίευση της επόμενης δόσης. Η ρύθμιση του χρέους θα ακολουθήσει μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος, όπως ακριβώς συμφωνήθηκε το καλοκαίρι του 2018, όπως λένε.
Όλα αυτά βέβαια αφήνουν καταρχήν μετέωρο και το κυβερνητικό αφήγημα για άμεση επιστροφή της Ελλάδας στις χρηματαγορές. Πώς όμως θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί η χώρα σε αυτή την περίπτωση; Ο Λαρς Φελντ εκτιμά ότι μια ενδεχόμενη παράταση του τρέχοντος τρίτου προγράμματος στήριξης θα ήταν μια πιο συμφέρουσα λύση για την Ελλάδα, καθώς έτσι θα εξασφάλιζε χαμηλότερα επιτόκια σε σύγκριση με το δανεισμό από τις αγορές. «Δεν χρειάζεται να είναι ένα νέο τέταρτο πρόγραμμα, μπορούν να βρεθούν άλλοι τρόποι παράτασης», λέει ο γερμανός οικονομολόγος, προσθέτοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα διατηρούνταν και οι πιέσεις για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων.
Όλα αυτά φαίνεται να απηχούν σε μεγάλο βαθμό τις θέσεις του Β. Σόιμπλε. Άλλωστε και ο ίδιος και σε γραπτό του χαιρετισμό προς τους συμμετέχοντες της ημερίδας του Economist εκτίμησε ότι παρά τα ενθαρρυντικά μηνύματα η Ελλάδα θα πρέπει να ξεπεράσει ακόμη αρκετά εμπόδια στο δρόμο που θα την οδηγήσει και πάλι στις χρηματαγορές. Σε αντίθεση με πολλούς συμμετέχοντες της ημερίδας που τόνισαν τη σημασία του να υπάρξει «σαφήνεια» τόσο ως προς τη ρύθμιση του χρέους όσο και τη συμμετοχή του ΔΝΤ, ο Β. Σόιμπλε τόνισε ότι «(…) η μαγική λέξη είναι η εμπιστοσύνη», η οποία μπορεί να αποκατασταθεί κυρίως μέσα από την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που με τη σειρά τους φέρνουν επενδύσεις και ανάπτυξη.
Με τη θέση αυτή συμφωνεί και ο Πολ Καζαριάν, γνωστός αμερικανός μεγαλοεπενδυτής αρμενικής καταγωγής. «Λένε ότι θέλουν σαφήνεια μέσα στις επόμενες εβδομάδες, θέλουν το QE. Είναι άνευ ουσίας για εμάς τους επενδυτές. Εμείς δεν είμαστε έμποροι, δεν πουλάμε και αγοράζουμε. Αγοράζουμε και διατηρούμε. Για εμάς η μοναδική ουσιαστική βελτίωση στην Ελλάδα αφορά τις μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα στον χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς και η οικοδόμηση ενός κλίματος εμπιστοσύνης και αισιοδοξίας. (…) Προτρέπουμε συνεχώς τους πολιτικούς να εγκαταλείψουν τις κοντόφθαλμες προσεγγίσεις και να προωθήσουν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν την Ελλάδα και πάλι ανταγωνιστική”, λέει ο Π. Καζαριάν που με ομόλογα ύψους 3 δις ευρώ θεωρείται ο μεγαλύτερος ιδιώτης επενδυτής της Ελλάδας.
Απομένουν δυο εβδομάδες μέχρι το επόμενο κρίσιμο -για άλλη μια φορά- Eurogroup. Και για άλλη μια φορά ο χρόνος πιέζει.