Η προοπτική ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης και του τρίτου προγράμματος προσαρμογής θα πρέπει να αποτελέσουν κινητήριο δύναμη για την οικονομία της χώρας, σημείωσε ο πρόεδρος του ΔΣ της Eurobank Νίκος Καραμούζης σε ομιλία του στην Ετήσια Γενική Συνέλευση του Ελληνογαλλικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου.
Ο κ. Καραμούζης περιέγραψε τις προσαρμογές που έχουν γίνει στην ελληνική οικονομία θέτοντας στο τραπέζι το ερώτημα γιατί είμαστε ακόμη σε καθεστώς Μνημονίου και χρηματοδοτικής εξάρτησης.
«Τι θα πρέπει ν’ αλλάξουμε στην πολιτική μας για να βγούμε από την κρίση και να ανακτήσουμε την ανεξαρτησία μας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής για να επανέλθουμε στην οικονομική κανονικότητα; Αναμφίβολα», σημείωσε, «στην περίπτωση της Ελλάδας από την αρχή υπήρξαν αστοχίες στο σχεδιασμό των προγραμμάτων διάσωσης όσο και λανθασμένες εκτιμήσεις, ως προς τις υφεσιακές επιπτώσεις που θα είχε η επιθετική δημοσιονομική εξυγίανση, όπως το γνωστό θέμα των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών».
Επίσης, η αξιοποίηση και από τους πιστωτές και από την Ελλάδα του Grexit ως διαπραγματευτικού μέσου, τροφοδότησε τις αβεβαιότητες και το φόβο κοινού και επενδυτών και σαφέστατα οδήγησε σε επιδείνωση των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων.
Σήμερα, με τη προοπτική ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, οι συνθήκες βελτιώνονται σταθερά στην οικονομία και δημιουργούνται ικανοποιητικές προϋποθέσεις για σταδιακή έξοδο από την κρίση και επιστροφή σε αναπτυξιακή τροχιά.
Έχουμε μοναδική ευκαιρία να οργανώσουμε μια αναπτυξιακή φυγή προς τα εμπρός, να ξεκινήσουμε έναν ενάρετο κύκλο οικονομικής ανάκαμψης και προοπτικής.
Η οικονομία σταθεροποιείται με το ρυθμό ανάπτυξης να είναι θετικός το πρώτο τρίμηνο του 2017 και με όλες τις εκτιμήσεις να προβλέπουν θετικό ρυθμό ανάπτυξης μεταξύ 1.5%-2% για το 2017, για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια ύφεσης με εξαίρεση το 2014.
Με βάση τα στοιχεία του Q1 2017, οι επενδύσεις ανακάμπτουν. Με όλες τις κατηγορίες επενδύσεων θετικές, εκτός των επενδύσεων σε κατοικίες, η ιδιωτική κατανάλωση γύρισε σε θετικό πρόσημο μεταβολής (1.1%) όπως και το 2016 (1.4%), ενώ σταθερά βελτιώνεται το ποσοστό των εξαγωγών στο ΑΕΠ, 30.2% το 2016, έναντι 23.4% το 2008, αλλά χαμηλό σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωζώνης (45.7%), ενώ η βελτίωση οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη μείωση του ΑΕΠ.