Η ιδιωτική κατανάλωση συνέβαλε κατά 1,2% στην αύξηση του ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο του 2017, σημειώνει η Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που εξέδωσε.
Όπως αναφέρει η Alpha Bank, με βάση τις τελευταίες προβλέψεις του ΟΟΣΑ, (Economic Outlook, Ιούνιος 2017), ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας εκτιμάται στο 1,1% το 2017. Όλες οι μεταβλητές του ΑΕΠ, κυρίως η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις, αναμένεται να συμβάλουν θετικά στην αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, με εξαίρεση τη μεταβολή των αποθεμάτων που θα έχουν σημαντική αρνητική επίπτωση.
Όσον αφορά στο πρώτο τρίμηνο του 2017, η ΕΛΣΤΑΤ αναθεώρησε προς τα πάνω τις εκτιμήσεις για την μεταβολή του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,4% σε ετήσια βάση στο πρώτο τρίμηνο του 2017, έναντι αρχικής εκτίμησης για μείωση κατά 0,5%. Η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει η βασική μεταβλητή που στηρίζει τον ρυθμό ανάπτυξης καθ’ όλη τη διάρκεια του 2016 (όταν η οικονομική δραστηριότητα διατηρήθηκε στάσιμη) και στις αρχές του 2017 (Γράφημα 1). Η επίδραση αυτή, ωστόσο, υπεραντισταθμίστηκε από την αρνητική συμβολή του καθαρού εξωτερικού τομέα.
Στο πρώτο τρίμηνο του 2017, η ιδιωτική κατανάλωση συνέβαλε κατά 1,2 εκατοστιαίες μονάδες στην αύξηση του ΑΕΠ, έναντι αρνητικής επίπτωσης 2,1 εκατοστιαίων μονάδων του εξωτερικού τομέα. Η μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών, σε ετήσια βάση στο πρώτο τρίμηνο του 2017, οφείλεται στην ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης και στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου. Τέλος, ο θετικός ρυθμός ανάπτυξης προσδιορίστηκε από τη θετική συμβολή των επενδύσεων κατά 0,6 εκατοστιαίες μονάδες και της μεταβολής των αποθεμάτων κατά 0,5 εκατοστιαίες μονάδες.
Σύμφωνα πάντα με την Alpha Bank, τα κύρια συμπεράσματά μας από την ανάλυση των συνιστωσών του ΑΕΠ από την πλευρά της ζήτησης έχουν ως ακολούθως:
Α. Η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει ανθεκτική παρά (ι) την καθοδική πορεία του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης και (ιι) την υποτονική αύξηση της απασχόλησης.
Β. Η αρνητική επίπτωση του εξωτερικού τομέα στην αύξηση του ΑΕΠ αποτελεί ένδειξη αδυναμίας ταχύτερης μεταβολής του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας.
Γ. Η αύξηση της επενδυτικής δαπάνης για μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό αποτελεί ενθαρρυντικό στοιχείο για την εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας.
Ειδικότερα:
Α. Η ανοδική τάση της ιδιωτικής κατανάλωσης από το τρίτο τρίμηνο του 2016 (με βάση τον κινητό μέσο τεσσάρων τριμήνων) είναι αξιοσημείωτη, παρά την αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων των νοικοκυριών, που συρρικνώνουν το διαθέσιμο εισόδημά τους.
Παράλληλα, οι καταναλωτές εμφανίζονται ιδιαίτερα απαισιόδοξοι για τις μελλοντικές οικονομικές τους συνθήκες, όπως αντικατοπτρίζεται στο πολύ χαμηλό επίπεδο του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
Επιπλέον, η περιορισμένη αύξηση της απασχόλησης, κατά 1,3% στο πρώτο τρίμηνο του 2017 με βάση τον κινητό μέσο τεσσάρων τριμήνων που αποτυπώνεται στο Γράφημα, δεν δικαιολογεί τη σημαντική αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Παρατηρείται, επίσης, άνοδος του όγκου των λιανικών πωλήσεων κατά 2,8%, σε ετήσια βάση, στο πρώτο τρίμηνο του 2017
Σημειώνεται ότι η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε, για τρίτο συνεχές τρίμηνο, κατά 1,7% σε ετήσια βάση, στο πρώτο τρίμηνο του 2017, έναντι αύξησης 0,6% στο τέταρτο τρίμηνο του 2016. Η ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των λιανικών πωλήσεων μπορεί να αποδοθεί ως ένα βαθμό στην αυξημένη χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, η συμβολή των οποίων δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί.
Τέλος, η δημόσια κατανάλωση αυξήθηκε κατά 1,0% σε ετήσια βάση, μετά από συνεχείς πτώσεις όλα τα τρίμηνα του 2016.
Β. Ο εξωτερικός τομέας συνέβαλε αρνητικά στον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης κατά 2,1 εκατοστιαίες μονάδες. Η αρνητική αυτή εξέλιξη αποδίδεται στην αύξηση των εισαγωγών κατά 10,9%, σε ετήσια βάση, που ήταν υπερδιπλάσια της αύξησης των εξαγωγών (4,8%). Είναι ενδεικτικό ότι, από την έναρξη της κρίσης έως και το πρώτο τρίμηνο του 2017, το ποσοστό των εξαγωγών προς το ΑΕΠ αν και έχει αυξηθεί (πρώτο τρίμηνο 2009: 21,3%, πρώτο τρίμηνο 2017: 30,5%), παραμένει χαμηλότερο έναντι του αντιστοίχου ποσοστού των εισαγωγών, με εξαίρεση το τρίτο του τρίμηνο του 2015 όταν επιβλήθηκαν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι στην οικονομία.
Γ. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου σημείωσε αύξηση κατά 11,2% σε ετήσια βάση, στο πρώτο τρίμηνο του 2017, συμβάλοντας θετικά στην αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,6 εκατοστιαίες μονάδες (λαμβάνοντας υπόψη και τις στατιστικές προσαρμογές). Ωστόσο, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο, στο 11,7% στο πρώτο τρίμηνο του 2017, έναντι 23,8% στο πρώτο τρίμηνο του 2008.
Η αύξηση των επενδύσεων αποδίδεται κυρίως στην αύξηση των επενδύσεων σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό κατά 46,5%, σε ετήσια βάση, στο πρώτο τρίμηνο του 2017. Η εξέλιξη αυτή είναι ενθαρρυντική καθώς η επενδυτική άπνοια, απόρροια της παρατεταμένης ύφεσης, αποτελεί βασικό παράγοντα της τρέχουσας αδυναμίας ανάκαμψης της παραγωγικότητας (Alpha Bank Research, εβδομαδιαίο δελτίο 26.5.2017). Αντίθετα, οι επενδύσεις σε κατοικίες συνεχίζουν να μειώνονται, και μάλιστα με επιταχυνόμενο ρυθμό, κατά 11,2% σε ετήσια βάση, από πτώση 3,1% στο δεύτερο εξάμηνο του 2016. Επίσης, η μεταβολή των αποθεμάτων στο πρώτο τρίμηνο του 2017 συνέβαλε θετικά στο ΑΕΠ κατά 0,5 εκατοστιαίες μονάδες, μετά από δύο συνεχή τρίμηνα έντονης αρνητικής συμβολής (-4,0 εκατοστιαίες μονάδες σωρευτικά στο δεύτερο εξάμηνο του 2016).
Με βάση τις τελευταίες προβλέψεις του ΟΟΣΑ, οι επενδύσεις (εξαιρουμένης της μεταβολής των αποθεμάτων) στην Ελλάδα αναμένεται να ανακάμψουν και να αυξηθούν ικανοποιητικά κατά 7,7% το 2017. Σε κάθε περίπτωση, το ύψος των επενδύσεων παραμένει χαμηλό και σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την αβεβαιότητα αναφορικά με τον επαναπροσδιορισμό νέων, ρεαλιστικών παραμέτρων με στόχο την βιωσιμότητα του χρέους. Επιπλέον, το υψηλό φορολογικό βάρος των επιχειρήσεων και η απόκλιση του χρονοδιαγράμματος στο πρόγραμμα των αποκρατικοποιήσεων δυσχεραίνουν την προσέλκυση επενδύσεων καθώς δημιουργούν ένα ασταθές επενδυτικό περιβάλλον. Η αύξηση των επενδύσεων σε επίπεδο που να τις καθιστά τη βασική κινητήρια δύναμη της οικονομίας, αποτελεί μόνη λύση για βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας.