Δεν θα είναι βιώσιμα τα χρέη της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, εάν τα επιτόκια της αγοράς παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα επί μακρόν, σημειώνει ο ΟΟΣΑ στην εξαμηνιαία έκθεσή του για τις οικονομικές προοπτικές (economic outlook).
«Ακόμη και αν οι κυβερνήσεις είναι περισσότερο ή λιγότερο σε μία πορεία επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων τους, οι δημοσιονομικές τους θέσεις δεν θα είναι βιώσιμες, αν τα επιτόκια της αγοράς θα παραμείνουν επί μακρόν στα σημερινά τους επίπεδα», τονίζει ο ΟΟΣΑ.
Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης αναφέρει ότι υπάρχουν τρεις επιλογές πολιτικής, στην περίπτωση που δεν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών για τις παραπάνω χώρες και τα επιτόκια της αγοράς παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα, αλλά επισημαίνει ότι υπάρχουν κίνδυνοι σε όλες τις περιπτώσεις.
Η πρώτη επιλογή, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ, είναι να συνεχισθεί η χρηματοδότηση από την ΕΕ και το ΔΝΤ με επιτόκια πολύ χαμηλότερα από αυτά της αγοράς. «Ωστόσο», προσθέτει, «αν κάποια από αυτές τις χώρες δεν είναι τελικά σε θέση να αποπληρώσει τα χρέη της με το επιτόκιο που έχει προσφερθεί, η συνέχιση της βοήθειας θα αναβάλει απλώς την απόφαση για τη μη βιωσιμότητα των καταστάσεων».
Αν και η συνέχιση της βοήθειας μπορεί να ηρεμήσει τις αγορές βραχυπρόθεσμα, προσθέτει ο ΟΟΣΑ, αυτή μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της απόδοσης του χρέους, αν τα δάνεια από το δημόσιο τομέα προβλέπεται να έχουν ανώτερο στάτους. «Αν η βοήθεια από το δημόσιο τομέα δεν μειώσει σημαντικά την πιθανότητα χρεοκοπίας, θα μεταφρασθεί σε μεγαλύτερα πριμ κινδύνου», σημειώνεται στην έκθεση.
Η δεύτερη επιλογή είναι ο αναπρογραμματισμός (σ.σ.: επιμήκυνση) του υφιστάμενου χρέους, αλλά αυτός πρέπει να αφορά «μία πολύ μακρά χρονική περίοδο» και χαμηλά επιτόκια για να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.
Η τρίτη επιλογή αφορά τη μείωση του χρέους με μία ευρείας κλίμακας αναδιάρθρωσή του. «Ωστόσο», συνεχίζει η έκθεση, «η χρήση αυτής της επιλογής περιορίζεται από την ανάγκη να δοθούν επαρκείς απαντήσεις σε τρία θέματα:
Πώς να αποφευχθεί μία κατάρρευση των εγχώριων χρηματοπιστωτικών τομέων, πώς να αντιμετωπισθεί η μετάδοση των επιπτώσεων σε άλλες χώρες μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος και πώς να εμποδιστεί ένα ντόμινο επιπτώσεων από τη μία χώρα σε άλλες».
Διαβάστε επίσης: Στο 4,2% η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας