Διασταυρώσεις τραπεζικών συναλλαγών, αυτοματοποίηση κατασχέσεων, συλλογή στοιχείων από «εξωτερικές» πηγές
Την διαδρομή του «μαύρου» χρήματος και τον εντοπισμό κρυφών περιουσιακών στοιχείων οφειλετών του Δημοσίου προσπαθούν να επιτύχουν οι ελεγκτικές Αρχές του Υπουργείου Οικονομικών, κάνοντας χρήση μάλιστα εξωτερικών πηγών και εντατικοποιώντας τους ελέγχους προς αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής –φαινόμενο που μέρα με την μέρα γιγαντώνεται βλάπτοντας την εισπρακτική πολιτική της κυβέρνησης.
Το σχέδιο που πρόκειται να εφαρμοστεί πλέον περιλαμβάνει, πέραν των διασταυρώσεων όλων των τραπεζικών συναλλαγών υπόπτων για φοροδιαφυγή, μέσω ελληνικών και ξένων τραπεζών, αλλά και ειδικό λογισμικό για την αυτοματοποίηση συλλογής φόρων αλλά και κατασχέσεων.
Οι «παγίδες» κατά της φοροδιαφυγής που στήνει ο ελεγκτικός μηχανισμός προβλέπουν:
– Ειδικούς ελέγχους, με στόχο τον εντοπισμό του «μαύρου» χρήματος που βρίσκεται κατατεθειμένο στις τράπεζες, μέσω διασταυρώσεων όλων των τραπεζικών συναλλαγών των υπόπτων σε ελληνικές και ξένες τράπεζες.
– Ανάπτυξη νέων διαδικασιών αξιολόγησης των περιπτώσεων υψηλού κινδύνου, μέσω συγκεκριμένου συστήματος που θα χρησιμοποιεί πληροφορίες από τις πιο πρόσφατες φορολογικές δηλώσεις, όπως και από εξωτερικές πηγές.
– Προμήθεια ειδικού λογισμικού, που θα επιτρέπει στον μηχανισμό την περαιτέρω αυτοματοποίηση της συλλογής φόρων και την αυτοματοποιημένη διαδικασία κατασχέσεων.
– Μέτρα για τη βελτίωση της συμμόρφωσης στη δήλωση εισοδημάτων και την πληρωμή των φόρων.
– Διεύρυνση της υποχρεωτικότητας στις ηλεκτρονικές πληρωμές, για την περαιτέρω ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης.
– Συνεργασία με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με στόχο να συγκεντρωθούν πληροφορίες και δεδομένα γύρω από περιουσιακά στοιχεία που ήδη έχουν ή αποκτούν Έλληνες πολίτες, ώστε να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
– Νέα διαδικασία διαλογής των μεγάλων οφειλετών, βασισμένη στην ανάλυση των οικονομικών και επιχειρηματικών τους δεδομένων, ώστε να καθοριστεί η βιωσιμότητά τους.
– Νέο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων, ώστε να μειωθούν οι προσφυγές στη Δικαιοσύνη, όπου δε χρειάζεται.
Αιτία των ανωτέρω κινήσεων αποτελεί η διόγκωση των ληξιπρόθεσμων χρεών, αλλά και η αγωνία του οικονομικού επιτελείου για περαιτέρω εκτίναξή τους το επόμενο χρονικό διάστημα, λόγω των αυξημένων επιβαρύνσεων που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι φορολογούμενοι, οι οποίοι θα πρέπει να πληρώσουν τον φόρο εισοδήματος, τον ΕΝΦΙΑ, τα τέλη κυκλοφορίας και μια σειρά άλλων υποχρεώσεων.
Για τον λόγο άλλωστε αυτόν έχει ήδη δοθεί εντολή, όπως αναφέρει η Ναυτεμπορική, οι αρμόδιες υπηρεσίες λαμβάνουν εγκαίρως και όλα τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης εις βάρος των οφειλετών του Δημοσίου, όπως δέσμευση του συνόλου (100%) των καταθέσεων, λογαριασμών και παρακαταθηκών, αλλά και των θυρίδων σε τράπεζες, ώστε να αποφευχθεί ο χαρακτηρισμός των χρεών τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης.
Και αυτό γιατί, αν μία οφειλή χαρακτηριστεί ανεπίδεκτη είσπραξης, τότε η φορολογική διοίκηση θα πρέπει να εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια για είσπραξή της, ενώ θα αφαιρείται και το όνομα του οφειλέτη από τη δημοσιευμένη λίστα των οφειλετών του Δημοσίου.
Άλλωστε κεντρικός στόχος του υπουργείου Οικονομικών παραμένει όπως ξεκαθαρίσει σταδιακά ο κατάλογος των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο από τους οφειλέτες, τα χρέη των οποίων δεν μπορούν και δεν πρόκειται να εισπραχθούν ποτέ.
Με τη νέα διαδικασία πάντως και οι ελεγκτικές αρχές θα εστιάσουν τους ελέγχους στους φορολογούμενους με οφειλές που μπορούν να εισπραχθούν, ειδικά δε σε αυτούς που παρουσιάζουν βάσει της οικονομικής τους εικόνας μεγαλύτερο εισπρακτικό ενδιαφέρον. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σε περίπτωση που ο οφειλέτης τελεί σε κατάσταση πτώχευσης, πρέπει για τον χαρακτηρισμό ληξιπρόθεσμης οφειλής του ως ανεπίδεκτης είσπραξης να έχει κηρυχθεί η παύση των εργασιών της πτώχευσης ώστε να έχει ολοκληρωθεί και η προσπάθεια του συνδίκου της πτώχευσης για τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας και την ικανοποίηση των απαιτήσεων του Δημοσίου, ως πτωχευτικού πιστωτή.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι με βάση τα επίσημα στοιχεία το παλαιό ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο των πτωχευμένων ξεπερνά τα 12 δισ. ευρώ, ενώ περισσότερα από 158 εκατ. ευρώ οφείλονται από «μαϊμού» εταιρείες και πλασματικούς ΑΦΜ, γεγονός που σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα ποσά δεν πρόκειται ποτέ να εισπραχθούν από τις εφορίες.
Από την άλλη πλευρά, πάνω από 8 δισ. ευρώ χρωστούν στο Δημόσιο και οι ΔΕΚΟ, χωρίς φυσικά να είναι γνωστό το πότε και εάν φυσικά τα ποσά αυτά θα εισπραχθούν ή όχι.