Επιταχύνεται η ροή αδειοδοτήσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος προς εταιρείες διαχείρισης «κόκκινων» δανείων, με στόχο μέχρι το τέλος του έτους οι «εξυπηρετητές» να φτάσουν τους δέκα, έναντι πέντε τραπεζών.
Προς το παρό, άδειες διαχείρισης δανείων έχουν δοθεί στην Cepal (κοινή εταιρία της Aktua και της Alpha Bank), στην θυγατρική της Eurobank FPS και στην εταιρία που σύστησε η Attica Bank (Θεά Άρτεμις) για τη μεταβίβαση των «κόκκινων» δανείων της και ως όχημα για την είσοδο του ξένου επενδυτή.
Οι αμέσως επόμενες αδειοδοτήσεις αναμένονται για την Pillarstone και την Alvarez & Marsal, ενώ σε αναμονή βρίσκονται οι φάκελοι άλλων ενδιαφερομένων, μεταξύ των οποίων η Resolute, η Qualco, η Mellon, η Mount Street κ.ά., καθώς και ιδιωτών προερχόμενων από τον ευρύτερο τραπεζικό χώρο.
Το «άνοιγμα» στις διαδικασίες των αδειοδοτήσεων επιφέρει η τροποποίηση στο νόμο 4354/2015 για τις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων που ψηφίστηκε με το πολυνομοσχέδιο τον προηγούμενο μήνα, με την οποία αίρεται το εμπόδιο της ενεργούς ανάμιξης των funds στη διαχείριση ακινήτων. Τις τελευταίες ημέρες κάποιες εταιρίες διαχείρισης από αυτές που είχαν υποβάλει αίτηση αδειοδότησης στην ΤτΕ, προχώρησαν σε αλλαγή καταστατικού προκειμένου να αξιοποιήσουν τη νέα δυνατότητα σχετικά με τη διαχείριση ακινήτων.
Ειδικότερα, μέσα στα μέτρα που ψηφίστηκαν με το πολυνομοσχέδιο του Μαίου προκειμένου να κλείσουν προαπαιτούμενα της β΄ αξιολόγησης, ψηφίστηκε και διάταξη που αίρει κάθε απαγόρευση διαχείρισης των ακινήτων από τα funds. Αυτό σημαίνει ότι τα funds στα οποία θα περιέλθουν ακίνητα από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, θα μπορούν να τα διαχειρίζονται, όπως και να κάνουν επενδύσεις σε αυτά, χωρίς κανένα περιορισμό. Τα ίδια θα ισχύουν και για τις τράπεζες στις οποίες θα περιέλθουν ακίνητα από πλειστηριασμούς.
Με το προηγούμενο νομικό πλαίσιο και χωρίς τη συγκεκριμένη τροποποίηση, οι εταιρίες διαχείρισης μπορούσαν να αναλάβουν τη διαχείριση των ακινήτων μόνο ως εξασφαλίσεις των απαιτήσεων που συνόδευαν. Όταν, όμως, το ακίνητο αποσυνδεόταν από την απαίτηση και έβγαινε σε πλειστηριασμό, τότε αν περιερχόταν στην ιδιοκτησία είτε του fund είτε της τράπεζας, δεν υπήρχε η δυνατότητα διαχείρισής του. Ως αποτέλεσμα, για να προχωρήσουν στην ουσιαστική διαχείριση των ακινήτων – ενεχύρων απαιτήσεων που θα αναλάμβαναν, οι εταιρίες διαχείρισης θα έπρεπε να συστήσουν άλλες εταιρίες διαχείρισης ακινήτων.
Ουσιαστικά ο νόμος, όπως υφίστατο, λειτουργούσε αποτρεπτικά για τις εταιρίες διαχείρισης σε μία συγκυρία όπου χωρίς την ενεργό δράση, όχι ενός αλλά πολλών servicers, δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική μείωση των “κόκκινων” δανείων. Μάλιστα, όπως αναφέρει το capital.gr, οι εταιρίες διαχείρισης σχεδίαζαν ως αδιέξοδο την δημιουργία θυγατρικών εταιριών ή συμπράξεων (εξαγορών και συγχωνεύσεων) με άλλους ενδιαφερόμενους servicers.
Σημειώνεται ότι το ζητούμενο των funds για πλήρη δυνατότητα διαχείρισης των ακινήτων ακόμη και μετά την αποσύνδεσή τους από το δάνειο, «σκόνταφτε» στην εκτίμηση της κυβέρνησης ότι μία τέτοια δυνατότητα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «εργαλείο διαπλοκής», βγάζοντας σε πλειστηριασμούς μαζικά ακίνητα – ενέχυρα δανείων προκειμένου να τα αγοράζουν οι ίδιες οι εταιρίες διαχείρισης σε χαμηλές τιμές. Κάτι που οι εταιρίες διαχείρισης αντέκρουαν, με το επιχείρημα ότι οι εταιρίες που θα πάρουν δάνεια προς διαχείριση δεν έχουν το δικαίωμα του πλειστηριασμού, το οποίο ανήκει στην τράπεζα που έχει την ιδιοκτησία του δανείου.