Ελπίδα ότι ο Μάριο Ντράγκι θα «νερώσει το κρασί του
Θολό τοπίο παραμένει η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας (ΕΚΤ), καθώς πουθενά στις αποφάσεις του προχθεσινού Eurogroup δεν αναφέρεται κάτι σχετικό, πέραν της ολοκλήρωσης της τρέχουσας αξιολόγησης και της συνεπακόλουθης αποδέσμευσης της δόσης των 8,5 δισ. ευρώ.
Έτσι, μπορεί το γενικότερο οικονομικό κλίμα να επανέρχεται σταδιακά σε «θετικό πρόσημο» και οι επενδυτές να λαμβάνουν μια πρώτη, ύστερα από πολύ καιρό, «ανάσα», ωστόσο επί της ουσίας δεν διευκρινίζεται ούτε καν εξυπονοείται η χρονική στιγμή εξόδου της χώρας στις Αγορές. Αυτό εν ολίγοις σημαίνει ότι αναμένονται επιπλέον πολλές και χρονοβόρες διαβουλεύσεις με τους δανειστές, το αποτέλεσμα των οποίων ουδείς μπορεί εκ του ασφαλούς να προβλέψει.
Πάντως οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης «δεσμεύτηκαν» να υποστηρίξουν την χώρα μας στον δύσκολο δρόμο που έχει μπροστά της, αναφορικά με την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, ενώ είναι βέβαιο πως δεν θα παραλείψουν να καθορίσουν έναν μονιμότερο τρόπο παρουσίας της Ελλάδας στις διεθνείς Αγορές. Ζητούμενο ασφαλώς παραμένει η σύνδεση αποπληρωμής του ελληνικού χρέους με την ανάπτυξη και επίτευξη πλεονασμάτων στο διάστημα μετά την λήξη του παρόντος προγράμματος προσαρμογής, το καλοκαίρι του 2018.
Η «ήττα» σχετικά με το καυτό ζήτημα του χρέους ήταν για την ελληνική πλευρά αναμενόμενη, αφού ουδείς επρόκειτο να συνηγορήσει σε κάτι υπέρ της χώρας μας με τις εκλογές προ οφθαλμών. Το Βερολίνο ήταν αδύνατον να προβεί σε παραχωρήσεις που εύλογα θα οδηγούσε το κυβερνών κόμμα σε πρόωρη πολιτική «αυτοκτονία». Συνεπώς, πέραν των όσων αντιτείνει η εγχώρια αντιπολίτευση, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας απλώς έκανε το μοιραίο σφάλμα να παρατείνει με κάθε τρόπο τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και τώρα να συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν είχε την δυνατότητα να επιλέξει μια πιο κατάλληλη χρονική στιγμή για να θέσει τα δίκαια ελληνικά αιτήματα.
Το χειρότερο όλων είναι ότι η καθυστέρηση αυτή στοίχισε και στοιχίζει πολύ ακριβά στην χώρα μας. Μοναδική πλέον ελπίδα είναι να επιτύχουμε κάτι στο επίσης σοβαρότατο ζήτημα της ποσοτικής χαλάρωσης, ευχόμενοι σε μια πιο διαλεκτική στάση του Μάριο Ντράγκι ο οποίος και στο παρελθόν έχει κατꞌ επανάληψη «νερώσει το κρασί» του.
«Χρειάζεται περισσότερη σαφήνεια ως προς το τι είδους ελάφρυνση χρέους θα λάβει η Ελλάδα από τους διεθνείς πιστωτές της, εάν πρόκειται να αγοράσει ελληνικά ομόλογα, στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης» επεσήμανε προχθές υψηλόβαθμο στέλεχος της ΕΚΤ, μιλώντας στο πρακτορείο Reuters [βλ. σχετικά: ΕΚΤ: Περισσότερη σαφήνεια για ένταξη στο QE]. Αυτό άλλωστε ζήτησε και η «σιδηρά» κυρία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Κριστίν Λαγκάρντ [βλ. σχετικά: Καθαρές κουβέντες για το χρέος ζητά η Λαγκάρντ].
Στο αμέσως επόμενο διάστημα θα φανεί εάν το Υπουργείο Οικονομικών θα επιχειρήσει μια «δοκιμαστική» έξοδο στις αγορές, ενδεχομένως και μέσα στον Ιούλιο, προκειμένου να εκμεταλλευτεί το θετικό κλίμα που διαμορφώνεται μετά την επίτευξη συμφωνίας στο Eurogroup.
Απαντώντας μετά το Eurogroup σε σχετικό ερώτημα, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος άφησε όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά και παρέπεμψε στις εισηγήσεις του επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ. Ένα από τα σενάρια που βρίσκονται πάνω στο τραπέζι είναι να επιχειρηθεί μέσω των Αγορών η αναχρηματοδότηση ομολόγου 3ετούς διάρκειας που εκδόθηκε στις 10 Ιουλίου του 2014 συνολικού ύψους 1,5 δισ. ευρώ.
Το συγκεκριμένο ομόλογο είχε εκδοθεί σε μια κακή συγκυρία για τις αγορές, γεγονός που απέτρεψε τότε τον ΟΔΔΗΧ να αντλήσει ολόκληρο το ποσό που διεκδικούσε, συνολικού ύψους 3 δισ. ευρώ.
Το ΥΠΟΙΚ θα ήθελε να συνδυάσει τη δοκιμαστική έξοδο με την αναχρηματοδότηση του συγκεκριμένου ομολόγου, αλλά όλα πλέον θα εξαρτηθούν από το κλίμα που θα διαμορφωθεί στις Αγορές…