Ποιες οι δεσμεύσεις της Ελλάδας για ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το… 2060
Η «τυφλή» υποχρέωση της Ελλάδας για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων ίσων τουλάχιστον με το 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, χωρίς ακόμη να έχουν εκτιμηθεί οι ρυθμοί ανάπτυξης της Οικονομίας της (και πώς άλλωστε θα μπορούσε αυτό να συμβεί, δεδομένου του μακρύτατου χρονικού διαστήματος;), οδηγεί πέραν κάθε αμφιβολίας την χώρα σε δημοσιονομική «ομηρεία».
Η συμφωνία του πρόσφατου Eurogroup προβλέπει τη δέσμευση της Ελλάδας σε ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον κατά 3,5% του ΑΕΠ, μέχρι το 2022, ενώ στη συνέχεια, μέχρι το 2060, τα πλεονάσματα καθορίστηκαν με κατώτατη βάση το 2%. Την υπερβολική αυτή ρήτρα θέλησε το ΔΝΤ να τροποποιήσει, θεωρώντας ως πολύ υψηλό το 2% και προτείνοντας το 1,5% -ωστόσο η προσπάθεια βρήκε εμπόδιο στο «τείχος» του Βερολίνου, καθώς ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε παρέμεινε αμετακίνητος στην θέση του, υποχωρώντας μόνο κατά 0,5% (αρχικά απαιτούσε πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον κατά 2,5% του ελληνικού ΑΕΠ).
Προφανώς το Βερολίνο αντελήφθη πως όσο μικρότερη είναι η εκάστοτε επιτευχθείσα ποσοστιαία ανάπτυξη -και επομένως το επιτευχθέν πλεόνασμα- τόσο περισσότερα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους θα ζητούσε το ΔΝΤ. Και το γερμανικό ΥΠΟΙΚ δεν επρόκειτο να συγκατατεθεί στην λήψη μέτρων για την διευθέτηση του χρέους στην καρδιά, σχεδόν, της γερμανικής προεκλογικής περιόδου.
Αλλά οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι έβαλαν μια «τρικλοποδιά» στο Βερολίνο: Την σύνδεση χρέους – ανάπτυξης, στο πνεύμα της απόφασης του Μαΐου του 2016, που προβλέπει την χρήση των κερδών του 2014 από το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ που βρίσκονταν σε ειδικό λογαριασμό του ΕΜΣ, καθώς και των ομολόγων του ευρωσυστήματος από το δημοσιονομικό έτος 2017, την επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους από 0 έως 15 έτη κ.ά.
Αυτό σημαίνει ότι τότε θα μπορούσαν να ληφθούν ακόμη περισσότερα μέτρα «ανακούφισης» της ελληνικής Οικονομίας, πιέζοντας μεσοπρόθεσμα τις ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας κάτω από το 15% και μακροπρόθεσμα κάτω από το 20% του ΑΕΠ.
Έδαφος δείχνει τελικά να κερδίζει κη γαλλική πρόταση περί σύνδεσης της ανάπτυξης με την αποπληρωμή των δανείων του ΕΤΧΣ, δηλαδή των χρημάτων της δεύτερης διάσωσης, ποσό που ανέρχεται στα περίπου 130 δισ. ευρώ. Αυτό θα αρχίσει να ισχύει μετά το τέλος του παρόντος προγράμματος, το καλοκαίρι του 2018, μετά από μια εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους.
Επίσης θα προβλεφθεί ένα μηχανισμός τον οποίο θα αναλάβει να εκπονήσει το EuroWorking Group και ο οποίος θα ενταχθεί στα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης, διασφαλίζοντας, σύμφωνα και με τον επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, την εξόφληση εκ μέρους της Ελλάδας περισσότερου χρέους όταν η χώρα επιτυγχάνει μεγάλη ανάπτυξη, ενώ σε περιόδους ύφεσης απλώς θα επιμηκύνεται η χρονική διάρκεια της αποπληρωμής των υποχρεώσεών της, προκειμένου να μην «στραγγαλιστεί» εκ νέου η Οικονομία της.
Άλλο σημαντικό στοιχείο της απόφασης του πρόσφατου Eurogroup είναι η δέσμευση των Ευρωπαίων ότι θα βοηθήσουν την Ελλάδα να απευθυνθεί στις Aγορές, προκειμένου να εξασφαλίσει ρευστότητα στην πραγματική Οικονομία και να βελτιωθεί το επενδυτικό κλίμα. Οι Ευρωπαίοι θα χρησιμοποιήσουν κεφάλαια από το περίσσευμα του πακέτου της τρίτης διάσωσης (είχαν δεσμευτεί περί τα 86 εκατ. ευρώ), ωστόσο το ακριβές ποσό της ενίσχυσης θα καθοριστεί στο τέλος του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής, δηλ. το καλοκαίρι του 2018.
Η Αναπτυξιακή Τράπεζα
Σε ευρεία σύσκεψη του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής, η οποία θα πραγματοποιηθεί αύριο Δευτέρα 19 Ιουνίου, θα εξεταστούν οι χρηματοδοτικές δυνατότητες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο του σχεδιασμού για την ίδρυση Αναπτυξιακής Τράπεζας στην Ελλάδα [βλ. σχετικά: Στρώνουν το «χαλί» της Αναπτυξιακής Τράπεζας].
Το ενδεχόμενο ίδρυσης Αναπτυξιακής Τράπεζας είχε αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους Θεσμούς από το 2015, ενώ ομάδα εργασίας που είχε συγκροτηθεί στην Αντιπροεδρία της Κυβέρνησης, υπό τον Γιάννη Δραγασάκη, είχε επεξεργαστεί διάφορα σενάρια ίδρυσης ενός φορέα για τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων.
Τα σχέδια είχαν τότε απορριφθεί από τους Θεσμούς, κι έτσι το όλο σχέδιο ανεστάλη. Τώρα που δόθηκε το «πράσινο φως» από τους δανειστές, η κυβέρνηση ζητά πολιτική συναίνεση.
Όπως αναφέρεται και σε σχετικό κείμενο που εκδόθηκε από το Γραφείο του Γιάννη Δραγασάκη, «η ίδρυση και η λειτουργία της Αναπτυξιακής Τράπεζας απαιτείται να έχει την ευρεία δυνατή αποδοχή από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της χώρας, καθώς ο χρονικός ορίζοντας λειτουργίας και δράσης είναι μεσομακροπρόθεσμος και δεν αφορά στην θητεία μιας κυβέρνησης και μόνο».