Το ΔΝΤ «ξέθαψε» παλιά λύση για την Ελλάδα για να κερδίσει χρόνο για τεχνική συμφωνία με την Ευρώπη
Στη σκιά των τεχνικών διαφορών που έχουν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρώπη βρίσκεται η ελληνική οικονομία και η λύση που απαιτείται για το τεράστιο χρέος της χώρας.
Όπως σημειώνει σε άρθρο του στο Project Syndicate ο γνωστός οικονομολόγος Ελ Εριάν, το ΔΝΤ έχει ανασύρει από το χρονοντούλαπο μία παλιά τεχνική η οποία χρησιμοποιήθηκε στη δεκαετία του 1980 στη διάρκεια της κρίσης χρέους της Λατινικής Αμερικής.
Ουσιαστικά η λύση αυτή θα επέτρεπε στην Ελλάδα να αποφύγει μια στάση πληρωμών την επόμενη ημέρα σε ομόλογα που οφείλονται σε Ευρωπαίους πιστωτές, από την άλλη όμως δίνει στο ΔΝΤ και στους Ευρωπαίους εταίρους χρόνο να διευθετήσουν τις τεχνικές τους διαφορές για την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική προοπτική της χώρας.
Ο Ελ Εριάν επισημαίνει ότι ο συμβιβασμός του Ταμείου αφήνει την Ελλάδα στη σκιά ενός τεράστιου χρέους: η μείωσή του απαιτεί από την Ευρώπη να βρει έναν τρόπο να αφήσει κατά μέρους τις εθνικές πολιτικές και να δράσει με βάση την οικονομική λογική και αναγκαιότητα.
Στο άρθρο του ο οικονομολόγος αναφέρει ότι η Ευρώπη και το ΔΝΤ δεν μπόρεσαν να συμβιβάσουν δύο απόψεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, με τις διαφορές των δύο πλευρών να περνούν και στο δημόσιο τομέα. Καθοδηγούμενες κυρίως από μια ανάλυση των ταμειακών ροών, οι ευρωπαϊκές αρχές υποστηρίζουν ότι τα χαμηλά επιτόκια και οι μεγάλης διάρκειας λήξης έχουν καταστήσει το χρέος της χώρας βιώσιμο.
Αλλά το Ταμείο επισημαίνει ότι, σχεδόν στο 200% του ΑΕΠ, το χρέος της Ελλάδας αναβάλει τις επενδύσεις και τις κεφαλαιακές ροές. Για το ΔΝΤ, είναι κρίσιμη η σημαντική μείωση του χρέους για τη δημιουργία εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας, που είναι απαραίτητη για να βγάλει την Ελλάδα από μια παρατεταμένη περίοδο εξαθλίωσης.
Αυτό δεν είναι η μόνη περιοχή διαφωνίας μεταξύ των δύο μεγάλων πιστωτών της Ελλάδας. Διαφωνούν επίσης για τον ρεαλισμό σε κάποιες βασικές οικονομικές προβλέψεις, συμπεριλαμβάνοντας τη σημαντική σχέση μεταξύ ανάπτυξης και προϋπολογισμού, με την Ευρώπη να υιοθετεί μια πολύ πιο αισιόδοξη προοπτική.
Για εκείνους που παρακολουθούν το ελληνικό ζήτημα για πολλά χρόνια, η ευρωπαϊκή άποψη συνεχίζει να αψηφά την οικονομική λογική –και για έναν απλό λόγο: οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ανησυχούν για τις εγχώριες πολιτικές συνέπειες της χορήγησης ελάφρυνσης χρέους στην Ελλάδα, ιδιαίτερα εν όψει των γερμανικών ομοσπονδιακών εκλογών το Σεπτέμβριο.
Φοβούνται ότι η χορήγηση ελάφρυνσης χρέους, θα μπορούσε να υπονομεύσει την αξιοπιστία των κυβερνώντων κομμάτων και να δώσει ώθηση στα εξτρεμιστικά κινήματα.
Βεβαίως, η ελάφρυνση χρέους είναι δύσκολη, εγείρει περίπλοκα ζητήματα δίκαιης μεταχείρισης και κινήτρων. Ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις, έρχεται μια στιγμή που η άρνηση για την ελάφρυνση χρέους είναι περισσότερο επιβλαβής.
Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι καθώς και το ΔΝΤ γνωρίζουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται καιρό σ αυτό το στάδιο, βάζοντας την χώρα σε μειονεκτική θέση στην ευρωζώνη, η οποία δεν φαίνεται να το αντιμετωπίζει καλά, αλλά φαίνεται και ανήμπορη να αντιδράσει.
Με την Ευρώπη και το ΔΝΤ να μην μπορούν να συμφωνήσουν, η Ελλάδα έχει στερηθεί την επιπλέον χρηματοδότηση που χρειάζεται για να διευθετήσει ληξιπρόθεσμες οφειλές και να φέρει εις πέρας τις σχετικά μεγάλες υποχρεώσεις σχετικά με την εξυπηρέτηση χρέους του Ιουλίου.
Στο μεταξύ, η ανάπτυξη χάνεται και πάλι, παρά την ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομικών επιδόσεων στο σύνολό τους. για να ξεπεράσει αυτές τις δυσκολίες, το ΔΝΤ έχει συμβιβαστεί, αναβιώνοντας την πρακτική της έγκρισης ενός προγράμματος χρηματοδότησης “καταρχήν”.
Μια “καταρχήν” έγκριση σηματοδοτεί την έγκριση του Ταμείου για τις προθέσεις οικονομικής πολιτικής μιας χώρας. Αυτό μπορεί να απελευθερώσει άλλη χρηματοδότηση (στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την Ευρώπη). Αλλά το ΔΝΤ δεν αποδεσμεύει τα δικά του δάνεια.
Είναι ένας βραχυπρόθεσμος συμβιβασμός που αναγνωρίζει το πολιτικό χρονοδιάγραμμα και τους περιορισμούς της Ευρώπης, βοηθάει την Ελλάδα να αποφύγει την καλοκαιρινή στάση πληρωμών, και διασφαλίζει τους πόρους του ΔΝΤ. Η συμφωνία θα μετατοπίσει το μεγαλύτερο μέρος του βάρους χρηματοδότησης στην Ευρώπη, όπου σωστά ανήκει. Και παρέχει επίσης ένα μήνυμα ενότητας, παρά τις σημαντικές διαφωνίες που παραμένουν.
Αλλά δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια προσωρινή λύση –ή να είμαστε λιγότερο γενναιόδωροι, ην συνέχιση του τι έχει γίνει γνωστό ως η προσέγγιση “επέκτασης και προσποίησης”. Ενώ το ζήτημα της άμεσης χρηματοδότησης έχει πραγματικά αντιμετωπιστεί, δεν γίνονται αρκετά για να βάλουν την Ελλάδα σε ένα ρεαλιστικό δρόμο μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης και χρηματοπιστωτικής βιωσιμότητας. Επίσης κινδυνεύει να εκθέσει το ΔΝΤ σε ακόμη πιο μεγάλη πολιτική πίεση, επισημαίνοντας θεμιτά ερωτήματα για την ομοιομορφία της μεταχείρισης των χωρών-μελών.