Οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είναι αναγκαίο να αυξηθούν σε όγκο, να βελτιώσουν το τεχνολογικό περιεχόμενο και τον γεωγραφικό προσανατολισμό τους, αναφέρει η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank σε μελέτη της.
Η έκδοση φιλοξενεί μελέτη με τίτλο: «Ελληνικές Εξαγωγές: Διάρθρωση, Ανταγωνιστικότητα και Προκλήσεις». Συγγραφείς της μελέτης είναι οι αναλυτές (με αλφαβητική σειρά): Δρ. Τάσος Αναστασάτος, Ιωάννης Γκιώνης, Δρ. Στυλιανός Γώγος, Άννα Δημητριάδου, Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Δρ. Θεόδωρος Σταματίου, Έλια Τσιαμπάου και Γαλάτεια Φωκά. Επιμέλεια έκδοσης: Δρ Τάσος Αναστασάτος.
Η μελέτη επιχειρεί μία επισκόπηση της προόδου η οποία επετεύχθη τα προηγούμενα χρόνια στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και της αναδιάρθρωσης των ελληνικών εξαγωγών. Ωστόσο, η μελέτη καταδεικνύει ότι η πρόοδος αυτή δεν υπήρξε επαρκής ώστε η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας να προσεγγίσει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είναι αναγκαίο να αυξηθούν σε όγκο, να βελτιώσουν το τεχνολογικό περιεχόμενο και τον γεωγραφικό προσανατολισμό τους. Για την παροχή μίας βάσης σύγκρισης, αναλύεται το παράδειγμα των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, οι οποίες επέτυχαν ταχεία αύξηση των εξαγωγών τους, ξεκινώντας μάλιστα από πολύ χαμηλότερη αφετηρία. Η μελέτη καταλήγει σε μία δέσμη προτάσεων πολιτικής που θα διευκολύνουν την επίτευξη αυτού του κρίσιμου στόχου.
Η Ελλάδα κατέβαλε τα προηγούμενα έτη μία τεράστια προσπάθεια προσαρμογής, πετυχαίνοντας την εξάλειψη των δίδυμων ελλειμμάτων, του δημοσιονομικού και αυτού του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών, μεγέθους άνω των 15 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ έκαστο. Το κόστος αυτής της προσαρμογής όμως ήταν μία μεγάλη σε μέγεθος και διάρκεια ύφεση, η οποία σωρευτικά μείωσε το ελληνικό ΑΕΠ κατά 26,4% την περίοδο 2007-2015.
Η πολυετής ύφεση οφείλεται στο μεγάλο μέγεθος των αρχικών ανισορροπιών, αστοχίες στον σχεδιασμό και την εφαρμογή του προγράμματος και εξωγενείς παράγοντες. Ωστόσο, η εξάλειψη των ανισορροπιών θέτει τις βάσεις για την μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο υπόδειγμα, που θα στηρίζεται στην εξωστρέφεια και στις επενδύσεις.
Έως τώρα, η ελληνική οικονομία δεν έχει κατορθώσει να επανέλθει σε δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η δημοσιονομική πειθαρχία, η συνεχιζόμενη προσπάθεια νοικοκυριών και επιχειρήσεων να διαχειριστούν τον προηγούμενο δανεισμό τους και η αρνητική ακαθάριστη αποταμίευση των νοικοκυριών (περίπου -7,6% του διαθέσιμου εισοδήματος) υποδηλώνουν ότι η κατανάλωση δεν μπορεί να αποτελέσει την ατμομηχανή της οικονομικής μεγέθυνσης τα επόμενα χρόνια.
Η ανάπτυξη πρέπει να προέλθει από τις εξαγωγές και τις επενδύσεις. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ιδιωτική κατανάλωση, παρά τις μειώσεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ παρέμενε στο 70,5% το 2016, επίπεδο υψηλότερο, τόσο σε σχέση με τα αντίστοιχα προ-κρίσης επίπεδα (64,8% το 2007), όσο με το μέσο ευρωπαϊκό όρο (56,0%).
Από την άλλη πλευρά, οι εξαγωγές αύξησαν μεταξύ 2009-2016 το μερίδιό τους στο ΑΕΠ, από 19,0% το 2009 στο 30,2% το 2016, κυρίως λόγω της κατάρρευσης της εγχώριας ζήτησης, το οποίο όμως παραμένει αρκετά χαμηλότερο από το αντίστοιχο μέγεθος στην Ευρώζωνη (45,7%).
Όσον αφορά τις επενδύσεις, σε απόλυτο μέγεθος κατέρρευσαν περίπου στο 1/3 της προ κρίσεως αξίας τους και το μερίδιό τους στο ΑΕΠ συρρικνώθηκε, από 26% το 2007 στο 11,4% το 2016, έναντι μέσου όρου Ευρωζώνης 20,1%. Η σύγκλιση του μεριδίου των επενδύσεων στο ΑΕΠ με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης είναι κρίσιμη, όχι μόνο διότι οι επενδύσεις είναι η συνιστώσα του ΑΕΠ με μεγάλη πολλαπλασιαστική επίπτωση, αλλά και διότι η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου στην κατεύθυνση της εξωστρέφειας απαιτεί επενδύσεις σε εξωστρεφείς κλάδους.
Προς τούτο, είναι αναγκαία η σημαντική ενίσχυση της εγχώριας αποταμίευσης και η εισροή κεφαλαίων από την αλλοδαπή, υπό τη μορφή άμεσων ξένων επενδύσεων.
Η Ελλάδα, κατά τα έτη της κρίσης, ανέκτησε πλήρως τις προηγούμενες απώλειες ανταγωνιστικότητας σε όρους σχετικού μισθολογικού κόστους.
Ωστόσο, οι ελληνικές εξαγωγές εξακολουθούν να παρουσιάζουν υστέρηση σε σύγκριση με τους κύριους εμπορικούς εταίρους. Αυτό αποδίδεται:
1) σε παραμέτρους σχετιζόμενες με τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, ήτοι τη φιλικότητα του επενδυτικού περιβάλλοντος, την ποιότητα των θεσμών και της δημόσιας διοίκησης, την ταχύτητα διεκπεραίωσης αδειοδοτικών διαδικασιών και απονομής δικαιοσύνης κτλ.
2) στα δομικά χαρακτηριστικά των ελληνικών εξαγωγών και συγκεκριμένα:
α) τη μεγάλη εξάρτηση από τις εξαγωγές υπηρεσιών, με τον τουρισμό και τη ναυτιλία να αποτελούν τους κυρίαρχους εξαγωγικούς κλάδους, β) το σχετικά χαμηλό τεχνολογικό περιεχόμενο που χαρακτηρίζει τις εξαγωγές του μεταποιητικού κλάδου,
γ) την τάση συγκέντρωσης των ελληνικών εξαγωγών σε ένα σχετικά μικρό αριθμό προϊόντων και κλάδων,
δ) τη περιορισμένη συμμετοχή της Ελλάδας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας,
ε) τη σημαντική υστέρηση της Ελλάδας στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων και
στ) τις χαμηλές επιχειρηματικές δαπάνες για R&D, γεγονός που δυσκολεύει την τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής. Μεταξύ των θετικών τάσεων των τελευταίων ετών πρέπει να επισημανθεί η βελτίωση της διαφοροποίησης των ελληνικών εξαγωγών ως προς το γεωγραφικό τους προσανατολισμό, με τις εξαγωγές σε χώρες εκτός ΕΕ να παρουσιάζουν αυξητική τάση.
Η μελέτη πραγματοποιεί και μία ανάλυση των εξαγωγικών επιδόσεων των χωρών της Κεντρικής, Ανατολικής και Νοτιοναταλικής Ευρώπης και την συγκρίνει με αυτήν της Ελλάδας. Αυτό είναι χρήσιμο για δύο βασικούς λόγους: (α) οι αγορές αυτές είναι σημαντικές για την Ελλάδα, δεδομένου ότι αποτελούν τον προορισμό περίπου του 23% των ελληνικών εξαγωγών, (β) οι οικονομίες αυτές επέτυχαν σημαντικούς ρυθμούς αύξησης των εξαγωγών τους τα τελευταία έτη, παρότι συχνά ξεκίνησαν από χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και εξωστρέφειας σε σχέση με την Ελλάδα.
Η ανάλυση δείχνει ότι την περίοδο 2010-2015 η σωρευτική αύξηση των εξαγωγών αγαθών & υπηρεσιών της περιοχής της Αναδυόμενης Ευρώπης ήταν από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως. Ως αποτέλεσμα, η εξωστρέφεια, δηλαδή το μερίδιο των εξαγωγών αγαθών & υπηρεσιών στο ΑΕΠ της Κεντρικής, Ανατολικής & ΝΑ Ευρώπης αυξήθηκε κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες.
Η αύξηση αυτή ήταν μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τις ΗΠΑ, την Κίνα και την παγκόσμια οικονομία την ίδια περίοδο.
– ‘Εξι οικονομίες της ευρύτερης περιοχής (Κροατία, Λετονία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Τσεχία) σημείωσαν διψήφια προσαρμογή της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας, όπως και η Ελλάδα. Εντούτοις, πέτυχαν σημαντικά μεγαλύτερη αύξηση των εξαγωγών τους σε σύγκριση με την Ελλάδα.
– Επιπλέον, σε αντίθεση με την Ελλάδα, την περίοδο 2008-2015, το μερίδιο των εξαγωγών αγαθών υψηλής τεχνολογίας στις συνολικές εξαγωγές προϊόντων της Κεντρικής, Ανατολικής & ΝΑ Ευρώπης παρουσίασε αύξηση.
Η καλύτερη της Ελλάδας εξαγωγική επίδοση αυτών των χωρών πρέπει σε μεγάλο βαθμό να αποδοθεί στην έμφαση που έδωσαν αυτές οι χώρες στην βελτίωση των δομικών παραμέτρων της ανταγωνιστικότητας, όπως το ευνοϊκότερο επιχειρηματικό και κανονιστικό περιβάλλον, η ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση και η διευκόλυνση των άμεσων ξένων επενδύσεων η οποία κατέληξε σε μεγαλύτερες εισερχόμενες επενδύσεις.
Δεδομένου του γεγονότος ότι όλες οι νέες αγορές αναμένεται να αναπτύσσονται τα επόμενα χρόνια με ρυθμούς ταχύτερους αυτών των ώριμων αγορών και άρα το δυναμικό εξαγωγών στο μέλλον είναι μεγαλύτερο, είναι σημαντικό να βελτιωθεί η εστίαση και η πρόσβαση των ελληνικών επιχειρήσεων σε αυτές.
Η μελέτη παρουσιάζει συνοπτικά και τα ευρήματα οικονομετρικής ανάλυσης των προσδιοριστικών παραγόντων και των προοπτικών των ελληνικών εξαγωγών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι αμφότερες η διεθνής ζήτηση και η πραγματική ισοτιμία επηρεάζουν τις εξαγωγές, η πρώτη σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι η δεύτερη.
Για να επιτευχθεί δυναμική και διατηρήσιμη βελτίωση του όγκου του τεχνολογικού περιεχομένου και του βαθμού διαφοροποίησης των ελληνικών εξαγωγών, πρέπει να αντιμετωπιστούν οι υστερήσεις στην διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, δηλαδή την ποιότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και των θεσμών. Προς τούτο, η μελέτη προτείνει κατάλληλες διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Οι βασικές προτεραιότητες συνοψίζονται στα ακόλουθα:
α) ανάληψη πρωτοβουλιών ανάδειξης της ανταγωνιστικότητας ως πρωταρχικού στόχου εθνικής στρατηγικής,
β) δημιουργία επιχειρηματικού περιβάλλοντος φιλικού προς τις επενδύσεις,
γ) διασφάλιση κλίματος μακροοικονομικής σταθερότητας,
δ) βελτίωση του φορολογικού καθεστώτος,
ε) άρση των διοικητικών & γραφειοκρατικών εμποδίων,
στ) βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας της οικονομίας,
ζ) αύξηση του μεγέθους της αγοράς & του βαθμού συγκέντρωσης, η) ενίσχυση του τεχνολογικού περιεχομένου εξαγωγών και
θ) επαναπροσανατολισμός των εξαγωγών.