«Πρέπει να ενισχυθεί»
Η μετ’ εμποδίων ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, που ξεκίνησε σταδιακά από το 2014, φαίνεται σήμερα να εισέρχεται σε μια φάση ομαλοποίησης, αλλά και προσδοκώμενης ενίσχυσης τους επόμενους μήνες., σημειώνει ο ΣΕΒ στο Εβδομαδιαίο του Δελτίο για την Ελληνική οικονομία.
Όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ, εάν τηρηθούν τα συμφωνηθέντα με τους εταίρους, και δεν ανατραπεί η συνεχιζόμενη μείωση του κινδύνου της χώρας, που είναι εμφανής στις αποδόσεις των ομολόγων, κρατικών και εταιρικών, η χώρα έχει όλες τις δυνατότητες να ξαναβγεί στις αγορές και να κινητοποιήσει ιδιωτικά κεφάλαια που περιμένουν να επενδύσουν στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Τα τελευταία χρόνια, πέραν του τουρισμού που επωφελείται από την εξωγενή μετατόπιση τουριστικών ροών προς τη χώρα μας, η ελληνική βιομηχανία, και ειδικότερα η μεταποίηση, αναδεικνύεται ως η κύρια δύναμη πίσω από την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, με τις υπηρεσίες πλην τουρισμού να εξακολουθούν να συρρικνώνονται. Η μετατόπιση πόρων προς δυναμικές και εξωστρεφείς (εξαγωγικές) δραστηριότητες είναι μια καλοδεχούμενη εξέλιξη. Δεν πρέπει, όμως, να παραγνωρίζεται, ότι οι υπηρεσίες πλην τουρισμού είναι ακόμη ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης, και η συρρίκνωση τους σημαίνει χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για την οικονομία ως σύνολο και ποσοστά ανεργίας που παραμένουν πεισματικά σε υψηλά επίπεδα.
Κατά τον ΣΕΒ, η χώρα χρειάζεται μια διεθνώς ανταγωνιστική ελληνική βιομηχανία, που παρέχει καλά αμειβόμενες, υψηλής εξειδίκευσης και πλήρους απασχόλησης θέσεις εργασίας, σε εξωστρεφείς δραστηριότητες υψηλής παραγωγικότητας και έντασης γνώσης και καινοτομίας, και που συμβάλλει, έτσι, και στη διατηρήσιμη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου. Η βιομηχανία, δυστυχώς, εξακολουθεί, παρά τη δυναμικότητά της, να είναι, όμως, ακόμη ένας σχετικά μικρός σε μέγεθος, κλάδος στην ελληνική οικονομία, που κυριαρχείται από τις υπηρεσίες. Η ασυμμετρία αυτή είναι και η κύρια αιτία που παρά την εφαρμογή πλειάδας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και εκτεταμένης μείωσης των μακροοικονομικών ανισορροπιών στα χρόνια των Μνημονίων, η χώρα μας είναι ακόμη υπό επιτροπεία και η οικονομία δεν έχει αναπτύξει δυναμική ταχείας ανάκαμψης και εξόδου από την κρίση και την ύφεση. Η ανάκαμψη των υπηρεσιών αργά ή γρήγορα θα ακολουθήσει τους άλλους κλάδους καθώς θα ανακάμπτει η γενικότερη επενδυτική δραστηριότητα τα επόμενα χρόνια.
Προς το παρόν, όμως, σημειώνει ο ΣΕΒ, οι μόνες υπηρεσίες που γνωρίζουν μεγάλη επενδυτική άνθηση είναι οι «επισκευές συσκευών ατομικής ή οικιακής χρήσης», οι «δραστηριότητες παροχής προσωπικών υπηρεσιών» (στεγνοκαθαριστήρια, κομμωτήρια, γυμναστήρια, οίκοι αισθητικής κλπ) και, οι «δραστηριότητες οργανώσεων» (επιχειρηματικών, επαγγελματικών, κ.ο.κ.). Όλες αυτές οι επενδύσεις συνδέονται με τις επιπτώσεις της κρίσης και της ύφεσης σε διάφορες μορφές (επιχειρηματικότητα ανάγκης, επισκευές αντί αγορές, συντήρηση υποδομών, προσωπική βελτίωση, κλπ.). Το γεγονός, όμως, ότι οι επενδύσεις σε αυτούς τους κλάδους (€1,3 δισ.) είναι σχεδόν οι ίδιες με τις επενδύσεις στη μεταποίηση χωρίς πετρελαιοειδή (€1,2 δισ.), δείχνει και το στρεβλό αναπτυξιακό μας υπόδειγμα, που κατευθύνει πόρους σε χαμηλής προστιθέμενης αξίας δραστηριότητες. Τέλος, πρέπει να προβληματίσει ότι μόλις το 17% των επενδύσεων (χωρίς αγορά ακινήτων) στην Ελλάδα αφορά σε δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης και για τη χρήση προϊόντων πνευματικής ιδιοκτησίας, όταν στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό είναι περίπου στο 30%.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η συμφωνία για την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης φαίνεται ότι επηρέασε θετικά το οικονομικό κλίμα τον Ιούνιο του 2017, καθώς ο σχετικός δείκτης σημείωσε μικρή βελτίωση, ωστόσο καταγράφονται μικτές τάσεις τόσο στις επιχειρηματικές προσδοκίες, όσο και την καταναλωτική εμπιστοσύνη, η οποία επίσης βελτιώθηκε οριακά. Την ίδια ώρα, ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών στη μεταποίηση (PMI), επέστρεψε σε επίπεδο πάνω από το όριο των 50 μονάδων, ως αποτέλεσμα της αύξησης των νέων παραγγελιών και της παραγωγής, η οποία συνέβαλε και στην αύξηση των θέσεων εργασίας. Παράλληλα, ο όγκος λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων κινήθηκε σε θετικό έδαφος τον Απρίλιο του 2017 (+2,6%), γεγονός στο οποίο συνέβαλαν και οι εορτές του Πάσχα, με τις πωλήσεις στις περισσότερες κατηγορίες καταστημάτων να σημειώνουν αύξηση (+2,4% το διάστημα Ιαν – Απρ 2017 ο γενικός δείκτης πλην καυσίμων). Τέλος, η συγκράτηση των δαπανών για συντάξεις και η αύξηση των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές διατήρησαν το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης σε υψηλά επίπεδα τον Μάιο του 2017.