Το ποσοστό του 21,7% άγγιξε τον Απρίλιο η ανεργία από 22,0% τον Μάρτιο 2017 και 23,6% τον Απρίλιο 2016, υπενθυμίζει η Eurobank στην εβδομαδιαία επισκόπησή της.
Όπως τονίζει ο αριθμός των απασχολούμενων ενισχύθηκε σε ετήσια βάση κατά 2,2% (ο υψηλότερος ρυθμός τους τελευταίους 9 μήνες) ή 79,9 χιλ άτομα και των ανέργων μειώθηκε κατά -9,2% ή -92,7 χιλ άτομα. Τέλος, το εργατικό δυναμικό, δηλαδή το άθροισμα των απασχολούμενων και των ανέργων, συρρικνώθηκε κατά -0,3% ή -12,8 χιλ άτομα. Τα αντίστοιχα μεγέθη για τον μη ενεργό πληθυσμό ήταν -0,7% ή -22,8 χιλ άτομα.
Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα έλαβε τη μέγιστη τιμή του (ιστορικά υψηλό) τον Ιούνιο 2013 (27,9%). Ως γνωστόν, ακολούθησαν 45 μήνες πτωτικής πορείας – 34 μήνες με αρνητική μεταβολή (σε μηνιαία βάση) και 11 με θετική – με το ποσοστό ανεργίας να συρρικνώνεται σωρευτικά κατά -6,2 Ποσοστιαίων Μονάδων (ΠΜ).
Η εν λόγω επίδοση αντιστοιχεί σε μια μέση μηνιαία μεταβολή της τάξης των -0,14 ΠΜ. Δηλαδή, κατά τη διάρκεια της περιόδου Ιουλίου 2013 – Απριλίου 2017, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα μειωνόταν κατά μέσο όρο κάθε μήνα -0,14 ΠΜ.
Στην περίπτωση που η εν λόγω δυναμική συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες τότε, ο λόγος των ανέργων ως προς το εργατικό δυναμικό δύναται να προσεγγίσει το 20,6% τον Δεκέμβριο 2017 ή το 21,5% σε όρους ετήσιου μεγέθους (από 23,5% το 2016).
Σε σύγκριση με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (22,8% για το 2017), το προαναφερθέν σενάριο κρίνεται ως αισιόδοξο. Ωστόσο, βρίσκεται αρκετά κοντά στην αντίστοιχη εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (21,9% για το 2017).
Είναι αναντίρρητα αποδεκτό ότι η αύξηση του ρυθμού πτώσης του ποσοστού ανεργίας (π.χ. σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό των 0,14 ποσοστιαίων μονάδων) παράλληλα με την ενίσχυση της απασχόλησης και της παραγωγικότητας της εργασίας αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία. Δύναται να υποστηριχτεί ότι το βασικό εργαλείο για την επίτευξη αυτών των στόχων είναι η δημιουργία κινήτρων για την αύξηση των επενδύσεων παγίων (επίσημη ονομασία: ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου).
Οι τελευταίες βρέθηκαν στο ιστορικό χαμηλό 11,4% – ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ – το 2016 από 26,0% το 2007, 35,4% το 1979 (ιστορικά υψηλό) και 22,4% το 1960.
Επιπρόσθετα, η συνολική κατανάλωση προσέγγισε το 90,2% του ΑΕΠ το 2016 από 85,4% το 2007, 65,2% το 1973 (ιστορικά χαμηλό) και 87,0% το 1960. Προσδοκίες (ομαλότητα και έλλειψη αβεβαιότητας), φορολογία (σταθερότητα και αξιοπιστία, αποφυγή εκπλήξεων), κόστος κεφαλαίου και χρηματοδότηση (ξένες άμεσες επενδύσεις) θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό την δυναμική των επενδύσεων για τα επόμενα χρόνια. Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι σε καθεστώς ισορροπίας του εξωτερικού ισοζυγίου η ενίσχυση του μεριδίου των επενδύσεων προϋποθέτει την αντίστοιχη πτώση του μεριδίου της συνολικής κατανάλωσης.