«Φρένο» στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων βάζουν οι καθυστερήσεις του δικαστικού συστήματος στην επίλυση των εκκρεμών υποθέσεων.
Μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος είναι αποκαλυπτική: Ο μέσος χρόνος δικαστικής εκκαθάρισης ενός προβληματικού δανείου είναι τα 3,5 χρόνια και η χώρα μας είναι προτελευταία πριν από τη Σλοβακία στη σχετική λίστα.
Η εύρυθμη λειτουργία του δικαστικού συστήματος, η οποία θα επέτρεπε τη ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων σε συντομότερο χρόνο, θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα ακόμη και τον διπλασιασμό της τιμής τους προς όφελος των τραπεζών και της οικονομίας.
Στο δικαστικό σύστημα έχουν «εγκλωβιστεί» επί μακρόν δάνεια ύψους 15,3 δισ. ευρώ, που είναι στη νομική προστασία του νόμου Κατσέλη, ενώ παράλληλα και η διαδικασία ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων είναι εξαιρετικά αργή και άρα περιορίζει τα όποια κίνητρα έχουν οι επενδυτές να τα αγοράσουν.
Αύξηση της ανακτήσιμης αξίας κατά 7 δισ. ευρώ
Η επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών κατά 3 χρόνια θα μπορούσε να αυξήσει την ανακτήσιμη αξία των 48 δισ. ευρώ καταγγελμένων δανείων κατά 7 δισ. ευρώ, εκτιμά η ΤτΕ στην έκθεση Επισκόπησης του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος.
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) σε απόλυτο μέγεθος συρρικνώνεται, αν και με βραδύ ρυθμό για τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα, έχοντας φθάσει στη μέγιστη τιμή του τον Μάρτιο του 2016.
Εξωδικαστικός μηχανισμός και ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί θα συμβάλουν στην αποτελεσματικότερη διαχείριση των προβληματικών χαρτοφυλακίων επισημαίνει η ΤτΕ, καθώς και θεσμικές βελτιώσεις, όπως η αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου σχετικά με την αφερεγγυότητα, η διευθέτηση της φορολογικής μεταχείρισης των διαγραφών και πωλήσεων δανείων και η νομική προστασία των στελεχών που χειρίζονται τις αναδιαρθρώσεις δανείων, σε συνδυασμό με την τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου αναφορικά με τις εταιρείες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων με γνώμονα τη διευκόλυνση της εισόδου περισσοτέρων εταιρειών στην αγορά.
Η παράμετρος της συμβολής του δικαστικού συστήματος είναι κρίσιμη, αναφέρεται σε ειδική μελέτη, που ξεκινά από την παραδοχή ότι η αξία των εξασφαλίσεων απομειώνεται όσο αυξάνεται ο χρόνος ρευστοποίησης. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν προβλέψεις άνω του 100% σε ανοίγματα με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών και σε καταγγελμένες απαιτήσεις, με τις εξασφαλίσεις να είναι κατά 88% ακίνητα, εκ των οποίων το 50% στεγαστικά και το 34% εμπορικά και βιομηχανικά. Ακριβώς τα μεγέθη αυτά επιβεβαιώνουν τη σημασία της αγοράς των ακινήτων και του χειρισμού των collateral από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Βελτίωση στην αποτίμηση των εξασφαλίσεων έως 120%
Η μελέτη της ΤτΕ εκτιμά ότι εάν θεωρηθεί ως αφετηρία για την εξέλιξη της τιμής των εξασφαλίσεων η λογιστική τιμή τους και δεδομένος χρόνος ρευστοποίησης τα 5 έτη, που αποτελεί ρεαλιστική παραδοχή με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα του δικαστικού συστήματος, η αξία τους απομειώνεται από 50% έως 73%. Συνεπώς, επηρεάζεται αντίστοιχα αρνητικά και η αξία του προς μεταβίβαση δανείου από το πιστωτικό ίδρυμα.
Στην περίπτωση που επιτευχθεί η σύντμηση του χρόνου ρευστοποίησης από τα πέντε χρόνια σε δύο χρόνια με βάση τον μέσο όρο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, η βελτίωση στην αποτίμηση των εξασφαλίσεων θα κινηθεί από 54% έως 120%.
Οι καταγγελμένες απαιτήσεις του τραπεζικού συστήματος ανέρχονταν στο τέλος του 2016 στα 48 δισ. ευρώ, το 45% του συνόλου των NPEs και έχουν δείκτη κάλυψης στο 104,7%, που αντιστοιχεί σε προβλέψεις ύψους 29 δισ. ευρώ και εξασφαλίσεις συνολικού ύψους 21 δισ. ευρώ.
Η ρευστοποιήσιμη αξία των εξασφαλίσεων συναρτάται σε απόλυτο βαθμό από τη διάρκεια που θα απαιτηθεί μέχρι την οριστική διευθέτηση της αντιδικίας και με βάση τη μελέτη της ΤτΕ, σε περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα επιθυμούσαν την πώληση των NPEs, η απομείωση και συνεπώς η ενδεχόμενη ζημία που θα προέκυπτε εξαιτίας της χρονοβόρας δικαστικής διαδικασίας θα κυμαινόταν από 6 έως 13 δισ. ευρώ, δηλαδή από 12% έως 27% της αρχικής τους αξίας, ανάλογα βέβαια με τον εκτιμώμενο χρόνο ρευστοποίησης, από 2 έως 5 χρόνια. Συνεπώς, η επίδραση αυτή θα αντικατοπτριζόταν άμεσα και στο επίπεδο της τελικής προσφερόμενης τιμής.
Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς
Σημαντική εξέλιξη για τις ελληνικές τράπεζες χαρακτηρίζει η ΤτΕ την υιοθέτηση από την 1η Ιανουαρίου 2018 του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) 9 σχετικά με τον σχηματισμό προβλέψεων απομείωσης και την αναγνώριση εσόδων από τόκους για τα χρηματοοικονομικά μέσα, ανάλογα με την πιστωτική τους ποιότητα.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η κυριότερη καινοτομία του νέου ΔΠΧΑ 9 έγκειται στην υιοθέτηση ενός μοντέλου αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών (expected credit loss), έναντι του υφιστάμενου πλαισίου, το οποίο είχε ως προϋπόθεση να υπάρξει αντικειμενική απόδειξη απομείωσης της αξίας του περιουσιακού στοιχείου (incurred loss).
Γίνεται συνεπώς αντιληπτό ότι η υιοθέτηση και σταδιακή εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 θα συνεπάγεται δυνητικά την ανάγκη σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, αναφέρει η κεντρική τράπεζα στην Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος.
Σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου
Μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις κατά την εφαρμογή του μοντέλου αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών, σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 9, είναι η παρακολούθηση και ο προσδιορισμός των περιπτώσεων στις οποίες σημειώνεται σημαντική αύξηση στον πιστωτικό κίνδυνο των περιουσιακών στοιχείων μιας οικονομικής οντότητας σε σχέση με τον πιστωτικό κίνδυνο κατά την αρχική αναγνώρισή τους. Ως σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου ορίζεται η σημαντική αύξηση του κινδύνου αθέτησης για το χρηματοοικονομικό μέσο σε σχέση με τον κίνδυνο αθέτησης κατά την ημερομηνία της αρχικής αναγνώρισής του.
Αυτή η σημαντική αύξηση, σύμφωνα με τηνη Ναυτεμπορική, καταγράφεται από το ΔΠΧΑ 9 κατά κανόνα προτού το χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο θεωρηθεί απομειωμένης πιστωτικής αξίας ή προτού σημειωθεί αθέτηση πληρωμών στην πράξη.
Το ΔΠΧΑ 9 περιγράφει ένα μοντέλο απομείωσης «τριών σταδίων», το οποίο βασίζεται σε μεταβολές της πιστωτικής ποιότητας του χρηματοοικονομικού μέσου από την αρχική αναγνώρισή του.
Η ΤτΕ αναφέρεται και σε άλλες πρόσθετες απαιτήσεις του διεθνούς εποπτικού και θεσμικού περιβάλλοντος, όπως η ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum Requirement of Own Funds and Eligible Liabilities -MREL) στο πλαίσιο εφαρμογής της Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανάκαμψη και εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων.
Στην ουσία, η απαίτηση αυτή αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι τα ιδρύματα θα έχουν εκδώσει επαρκή χρηματοοικονομικά μέσα επιλέξιμα για διαγραφή ή μετατροπή σε μετοχικό κεφάλαιο, ώστε να μπορούν να απορροφήσουν ζημίες χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή να απαιτηθεί η διάσωσή τους με δημόσιους πόρους.
Μικρή η ζήτηση για χορηγήσεις
Στόχευση των τραπεζών σε χρηματοδότηση επιχειρήσεων κυρίως με τη συμβολή ευρωπαϊκών προγραμμάτων καταγράφει η ΤτΕ, που επισημαίνει ότι για τις τράπεζες το μείζον ζήτημα παραμένει η διαχείριση των προβληματικών δανείων. Η έκθεση αποτυπώνει τις ενέργειες του συστήματος που έχει επιτύχει σταδιακή μείωση στον σχηματισμό νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ήδη από το 2015, ενώ εντός του 2016 και του πρώτου τριμήνου του 2017 η τάση μείωσης κατέστη μονιμότερη, καθότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές είναι μικρότερες σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους.
Ο σχηματισμός νέων καθυστερήσεων θα μπορούσε να καταστεί σημαντικά πιο μικρός υπό την προϋπόθεση της μείωσης του ποσοστού ανεργίας, της ανάκαμψης των τιμών των ακινήτων, κυρίως εμπορικών και δευτερευόντως οικιστικών και της διαμόρφωσης συνθηκών πραγματικής πιστωτικής επέκτασης, ύστερα και από την αφαίρεση των διαγραφών, λόγω της βελτίωσης των μακροοικονομικών μεγεθών.
H χαρτογράφηση των προβληματικών δανείων από την ΤτΕ δείχνει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
– Το 73,7% του συνόλου των NPEs σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις, έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους, με τα καταναλωτικά να φθάνουν το 83%.
– Το 52,3% των NPEs σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη των 720 ημερών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στο τέλος του 2015 ανερχόταν σε 28,7%.
– Τα ρυθμισμένα NPEs ανέρχονταν στα 50,7 δισ. ευρώ, με αύξηση κατά 17,7% σε σχέση με το τέλος του 2015. Ο λόγος των ρυθμισμένων ανοιγμάτων προς τα συνολικά ανοίγματα ανήλθε σε 21,4% για το 2016, από 17,6% στο τέλος του 2015. Ειδικότερα, τα ρυθμισμένα εξυπηρετούμενα ανοίγματα αυξήθηκαν κατά 27,4% σε σχέση με το τέλος του 2015, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα ρυθμισμένα NPEs ανήλθε σε 13,7%.
– Το 77% των ανοιγμάτων αβέβαιης είσπραξης έχουν ρυθμιστεί, έναντι 70% το 2015, ενώ σε χαμηλό επίπεδο συνεχίζουν να παραμένουν οι ρυθμίσεις των NPEs άνω των 90 ημερών, στο 40% του συνόλου.
– Τα στεγαστικά δάνεια συνεχίζουν να εμφανίζουν τον υψηλότερο λόγο ρυθμισμένων ανοιγμάτων προς τα συνολικά ανοίγματα στεγαστικών δανείων (32,2%), ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τα καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια ανέρχονται σε 21,4% και 16,3% αντίστοιχα, ποσοστά σημαντικά βελτιωμένα σε σχέση με το 2015.
– Οι διαγραφές δανείων κατά τη διάρκεια του 2016 ανήλθαν σε 3,8 δισ. ευρώ, έναντι 800 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2015, και αφορούν κυρίως καταγγελμένες απαιτήσεις επιχειρηματικών δανείων (2 δισ. ευρώ), τάση που συνεχίζεται και το πρώτο τρίμηνο του 2017 (συνολικές διαγραφές ύψους 1,4 δισ. ευρώ).
– Οι τράπεζες έχουν καταγγείλει το 44,8% των NPEs, με το 90% των εν λόγω ανοιγμάτων να μην έχει διευθετηθεί οριστικά. Σε επίπεδο χαρτοφυλακίου, το 62,2% των καταναλωτικών δανείων έχει καταγγελθεί, ενώ υπάρχουν κάποιου είδους εξασφαλίσεις μόνο για το 14,6% των δανείων αυτών.
– Δάνεια 15,2 δισ. ευρώ, το 14% των NPEs, αφορά απαιτήσεις οι οποίες έχουν υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας για την οποία εκκρεμεί η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, εκ των οποίων 8,5 δισ. ευρώ αφορούν απαιτήσεις που είχαν ήδη καταγγελθεί.
– Περίπου το ένα τρίτο των ανοιγμάτων των στεγαστικών που βρίσκονται σε καθυστέρηση έχει υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα καταναλωτικά δάνεια είναι 25%.
– Κατά 61% έχουν αυξηθεί οι μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις, με το μεγαλύτερο μέρος να αφορά τα στεγαστικά δάνεια, όπου το αντίστοιχο ποσοστό αύξησης ανέρχεται σε περίπου 300%.
– Στο 2% διαμορφώνεται ο δείκτης εξυγίανσης (cure rate) και βρίσκεται σε οριακά χαμηλότερο επίπεδο από τον δείκτη αθέτησης (default rate), ο οποίος διαμορφώνεται στο 2,3% το τέταρτο τρίμηνο του 2016.
– Στο πρώτο τρίμηνο του 2017, όμως, οι καθαρές ροές διαμορφώθηκαν σε οριακά υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2016, δηλαδή 576 εκατ. ευρώ, έναντι 385 εκατ. ευρώ, ως αποτέλεσμα του χαμηλού ρυθμού εξυγίανσης (cure rate) των NPEs και του υψηλού ποσοστού «υποτροπής» των ρυθμισμένων δανείων τα οποία είχαν ταξινομηθεί στα εξυπηρετούμενα ανοίγματα.
– Ο δείκτης αξία εξασφαλίσεων προς συνολικά NPEs συνεχίζει να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα (49,5%). To 87% των συνολικών εξασφαλίσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορά ακίνητα και η συνολική τους αξία ανέρχεται σε 46,1 δισ. ευρώ, 6% χαμηλότερα σε σχέση με το 2015.
Αλλαγή στο μίγμα πολιτικής
Όπως αναφέρει η Ναυτεμπορική, αναγκαία χαρακτηρίζει την αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής η Τράπεζα της Ελλάδος, ώστε να γίνει περισσότερο υποστηρικτική ως προς την ανάπτυξη και σε αυτό το πλαίσιο ζητά τη μείωση των φορολογικών συντελεστών.
Η κεντρική τράπεζα κάνει λόγο για ανάγκη ανακατανομής των δαπανών σε τομείς που θα έχουν σημαντικότερη αναπτυξιακή επίδραση, καθώς και αλλαγής του φοροκεντρικού χαρακτήρα της δημοσιονομικής πολιτικής μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της συγκράτησης των δαπανών.
Για να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή και να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα θα πρέπει να υλοποιηθούν αποτελεσματικά οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη φορολογική διοίκηση και να ενισχυθούν οι έλεγχοι. Με αυτόν τον τρόπο θα βελτιωθεί η εισπραξιμότητα των φορολογικών εσόδων, αλλά και θα ενισχυθεί το αίσθημα φορολογικής δικαιοσύνης ανάμεσα στους πολίτες.
Παράλληλα, θα πρέπει να γίνει πιο ορθολογική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Πέρα από τα προφανή οφέλη που επιφέρει η αύξηση των δημοσίων εσόδων στον κρατικό προϋπολογισμό, η υλοποίηση νέων επενδύσεων από τους ιδιώτες επενδυτές μαζί με την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και την τόνωση του ανταγωνισμού προσφέρουν πολλαπλά οφέλη στο ΑΕΠ και την απασχόληση.
Αναφορικά με τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα (σ.σ. 3,5% έως το 2022) τονίζει ότι ο στόχος αυτός κρίνεται πολύ υψηλός για να είναι διατηρήσιμος σε βάθος χρόνου και η δημοσιονομική προσπάθεια που χρειάζεται για την επίτευξή του μακροπρόθεσμα αποτελεί ανασχετικό παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης που απαιτείται ώστε αυτή να αποδώσει.