Σε σταθερό πυλώνα ανάπτυξης αναδείχτηκαν τα ξενοδοχεία κατά τη διάρκεια της κρίσης, ανεβάζοντας τη συνεισφορά τους στο ελληνικό ΑΕΠ στο 3,5% το 2016 από 2,5% το 2008 (έναντι 1,6% κ.μ.ο. στις βασικές ανταγωνίστριες μεσογειακές χώρες).
Η νέα μελέτη που συνέταξε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας εστιάζει στον εντοπισμό των κινητήριων δυνάμεων που έχουν τεθεί σε λειτουργία (κυρίως από τη δυναμική των ξένων τουριστών και την αναβάθμιση των υποδομών του κλάδου) αλλά και των παραγόντων που φρενάρουν την περαιτέρω ανάπτυξη των ελληνικών ξενοδοχείων (κυρίως εποχικότητα και ποιότητα τουριστικού μείγματος).
Βασικό συμπέρασμα της ανάλυσης είναι η ύπαρξη σημαντικού κενού έναντι των ανταγωνιστικών προορισμών, το οποίο αν καλυφθεί με (i) επαναφορά των ξενοδοχειακών επενδύσεων στο προ κρίσης επίπεδό τους και (ii) στρατηγική τους στόχευση για δημιουργία τουριστικού προϊόντος υψηλής προστιθέμενης αξίας, θα αυξήσει τις τουριστικές εισπράξεις κατά 40% (με άνω του ½ αυτών να κατευθύνεται στα ξενοδοχεία).
Ο ελληνικός ξενοδοχειακός κλάδος αύξησε την εξωστρέφειά του και υπερκάλυψε την πτώση της εγχώριας ζήτησης – με αποτέλεσμα η συνολική ζήτηση σε όρους αφίξεων να ανέβει κατά 12% στη διάρκεια της κρίσης. Αιχμή της ανόδου αποτέλεσαν οι μεμονωμένοι ξένοι τουρίστες (αύξηση του μεριδίου τους στην εξωτερική ζήτηση ξενοδοχείων σε 45% το 2016 από 25% το 2008).
Η εξέλιξη αυτή είναι σημαντική, καθώς οι μεμονωμένες κρατήσεις είναι πιο προσοδοφόρες (8% υψηλότερες κ.μ.ο. έναντι των κρατήσεων μέσω πρακτορείων) – με τη διαφορά να αγγίζει το 20% το 2016. Επίσης αξιοσημείωτη εξέλιξη της περιόδου κρίσης είναι η ποιοτική αναβάθμιση (που συνοδεύτηκε από αύξηση κλινών κατά 10% την περίοδο 2008-2016), με περισσότερο από το 80% των νέων κλινών να αφορούν ξενοδοχεία 4-5 αστέρων, διαμορφώνοντας το συνολικό τους μερίδιο στο 43% των κλινών το 2016, έναντι 37% το 2008. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, οι πωλήσεις των ελληνικών ξενοδοχείων αυξήθηκαν κατά 18% την περίοδο 2008-2015 και το περιθώριο λειτουργικού κέρδους επανήλθε κατά την τελευταία τετραετία στα επίπεδα προ κρίσης (24% το 2015 από 20% το 2010).
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η θετική μακροοικονομική εικόνα του κλάδου δεν είναι ομοιόμορφη για όλα τα ξενοδοχεία. Συγκεκριμένα, βάσει έρευνας πεδίου της ΕΤΕ σε δείγμα 200 μικρομεσαίων ξενοδοχείων, ξεχωρίζει στον κλάδο η παρουσία ενός σημαντικού κομματιού δυναμικών ξενοδοχείων (που καλύπτουν το ½ των πωλήσεων) το οποίο φαίνεται να είναι η μηχανή ανάπτυξης του τουριστικού τομέα στην Ελλάδα. Ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα του δυναμικού αυτού κομμάτιου είναι:
η υψηλή ποιότηταη υψηλή εξωστρέφεια καιτο μεγάλο μερίδιο πελατών υψηλού εισοδήματος.
Παρά τη σημαντική δυναμική του τουριστικού κλάδου κατά τα τελευταία χρόνια, η απόσταση που τον χωρίζει από τις ανταγωνιστικές χώρες παραμένει αισθητή και συνεπώς δυνητικά αξιοποίησιμη για περαιτέρω ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, ξεχωρίζουμε δύο πτυχές του ελληνικού τουριστικού προϊόντος που επιδέχονται στρατηγικές βελτίωσης: (i) ποιότητα τουριστικού μείγματος και (ii) εποχικότητα.
Εστιάζοντας στην πρώτη παράμετρο, σημειώνουμε ότι η ημερήσια δαπάνη των ξένων τουριστών στην Ελλάδα (περίπου το 1/2 αυτής κατευθύνεται στα ξενοδοχεία) παραμένει την τελευταία δεκαετία κοντά στα €70 – επίπεδο χαμηλότερο κατά 15% από τον μέσο όρο των άμεσα ανταγωνιστικών προορισμών. Πιθανή ερμηνεία αυτής της εξέλιξης αποτελεί η ποιοτική σύνθεση των τουριστών, καθώς αυξάνεται το μερίδιο αφίξεων από τη ΝΑ Ευρώπη σε 11% το 2016 από 4% το 2005 (εν μέρει λόγω της σταδιακής βελτίωσης των σχετικών υποδομών οδικής σύνδεσης, όπως η Εγνατία Οδός και οι νέοι συνοριακοί σταθμοί, αλλά και της αύξησης του κατά κεφαλήν εισοδήματος στις χώρες αυτές). Επιβεβαιωτικά στοιχεία για αυτή την εξέλιξη ανέδειξε η προαναφερθείσα έρευνα πεδίου της ΕΤΕ, δεικνύοντας ότι το μερίδιο ξένων τουριστών υψηλού εισοδήματος μειώθηκε σε 23% το 2016 από 27% το 2008.
Όσον αφορά το δεύτερο διαρθρωτικό πρόβλημα, η εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού παραμένει υψηλή, με άνω των 3/4 των διανυκτερεύσεων να αφορούν την περίοδο Ιουνίου-Σεπτεμβρίου (έναντι 60% για ανταγωνιστικούς προορισμούς), με αποτέλεσμα να περιορίζεται:
η πληρότητα έτους στο 27% (έναντι 40% για τους ανταγωνιστές) και
η απόδοση των ξενοδοχειακών υποδομών, η οποία είναι 8% χαμηλότερη έναντι των ανταγωνιστών σε όρους λειτουργικής κερδοφορίας ανά μονάδα παγίων (παρά τη στήριξη της κερδοφορίας από τις υψηλές τιμές των καλοκαιρινών μηνών).
Συνεπώς, μεσοπρόθεσμα (i) η διεύρυνση της τουριστικής περιόδου στα πρότυπα των άμεσα ανταγωνιστικών προορισμών σε συνδυασμό με (ii) την προσέγγιση της ποιοτικής σύνθεσης των τουριστών στην Ελλάδα με αυτή σε άμεσους ανταγωνιστικούς προορισμούς, θα μπορούσε να αυξήσει τις τουριστικές εισπράξεις κατά €5 δισ. ετησίως (αύξηση 40%).
Οι απαιτούμενες επιπλέον επενδύσεις για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής είναι σωρευτικά €6 δις σε ξενοδοχεία και €16 δις σε λοιπές τουριστικές υποδομές – με τις αναβαθμισμένες υποδομές να προσελκύουν υψηλότερου εισοδήματος τουρίστες λειτουργώντας αυξητικά τόσο για τις τιμές των ξενοδοχείων όσο και για την ευρύτερη κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών. Οι παραπάνω υποδομές θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν σε ορίζοντα πενταετίας, αν οι ετήσιες τουριστικές επενδύσεις επιστρέψουν κοντά στο προ κρίσης επίπεδό τους.
Επιπλέον, ο περιορισμός της εποχικότητας συνάδει με την προώθηση των αστικών προορισμών, των οποίων τα ξενοδοχεία τονίζουν ως σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης την ανάδειξη ειδικών μορφών τουρισμού (συνεδριακός, ιατρικός, αθλητικός κτλ.).