Το 52% των 230.000 προσλήψεων της Αχτσιόγλου αφορά σε ελαστική εργασία με μισθούς «Μπαγλαντές»
Παρά τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης για την κάμψη της ανεργίας, η πραγματική βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα, αν ληφθούν υπόψη δύο σημαντικοί παράγοντες: Η μείωση του πληθυσμού και η φυγή των μορφωμένων Ελλήνων στο εξωτερικό (brain drain).
Σύμφωνα με τα στοιχεία απασχόλησης του ΕΦΚΑ, 585.572 άτομα εργάζονται με μερική απασχόληση και αμείβονται με 397 ευρώ τον μήνα (περίπου 360 καθαρά), δηλαδή αμοιβή χαμηλότερη από τον κατώτατο μισθό που είναι 586 ευρώ και 510 ευρώ για νέους κάτω των 25 ετών. Με αυτή την πενιχρή αμοιβή είναι αδύνατον να συντηρηθεί ένα άτομο, πόσον μάλλον μια οικογένεια. Μέσα σε έναν χρόνο (Νοέμβριος 2015-Νοέμβριος 2016) η μερική απασχόληση αυξήθηκε κατά 12,75% έναντι της πλήρους, που αυξήθηκε μόνο κατά 2,34%.
Στην Ελλάδα της κρίσης υπολογίζεται ότι το 70% όσων δουλεύουν με ευελιξία το πράττουν όχι επειδή το επιθυμούν, αλλά επειδή είναι αναγκασμένοι από τις συνθήκες. Επιπλέον, ένας στους πέντε δουλεύει ανασφάλιστος ή μερικώς ασφαλισμένος με αποτέλεσμα να χάνει έσοδα το ασφαλιστικό σύστημα.
Αλλά και το 41,25% του συνόλου των μισθωτών (1,8 εκατ. άτομα), ακόμα και αν κατέχει θέση πλήρους απασχόλησης, δεν εισπράττει πάνω από 700 ευρώ τον μήνα. Το success story των 230.000 νέων θέσεων εργασίας που πουλάει η κυβέρνηση σύμφωνα με εξαγγελίες της υπουργού εργασίας Εφης Αχτσιόγλου στηρίζεται στη σαθρή βάση της ευελιξίας και των αμοιβών πείνας. Με αυτό το φτωχοποιημένο εργατικό δυναμικό ευαγγελίζονται την ανάπτυξη!
Απόλυτα κυρίαρχες στην αγορά εργασίας είναι οι ελαστικές μορφές απασχόλησης, όπως επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη». Τους πρώτους 7 μήνες του 2017 το 52,14% των προσλήψεων που έγιναν αφορούσε ελαστική εργασία, ενώ το 47,86% σταθερές θέσεις απασχόλησης. Συγκεκριμένα, από τις νέες προσλήψεις οι 103.301 αφορούσαν θέσεις πλήρους απασχόλησης, οι 89.712 θέσεις μερικής απασχόλησης (38,33 %) και οι 32.843 θέσεις εκ περιτροπής απασχόλησης (13,81%).
Αυτό σημαίνει ότι 89.712 άτομα που βρήκαν φέτος δουλειά αμείβονται με 397 ευρώ μεικτά, ενώ για τους εκ περιτροπής δεν υπάρχουν σταθερές αμοιβές. Τα στοιχεία που επεξεργάζονται ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Σάββας Ρομπόλης και ο υποψήφιος διδάκτορας του Παντείου Βασίλης Γ. Μπέτσης, για να αποτυπώσουν τις νέες δυσοίωνες τάσεις της αγοράς εργασίας, είναι κάτι περισσότερο από απογοητευτικά.
Σήμερα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Μάιος 2017), η ανεργία βρίσκεται στο 21,7% (1.035.192 άτομα), ενώ η πραγματική ανεργία, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), είναι 31,5%. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Ρομπόλη, στην παρατηρούμενη μείωση της στατιστικής ανεργίας συμβάλλει και η μετανάστευση (450.000) Ελλήνων στο εξωτερικό, καθώς και η μείωση (80.000 άτομα το 2016 και κατά τα επόμενα έτη) του πληθυσμού των παραγωγικών ηλικιών.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 1/6 της μείωσης της στατιστικής ανεργίας την περίοδο 2014-2017 οφείλεται στη μείωση του εργατικού δυναμικού, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει και η απαίτηση της Eurostat να θεωρείται πλέον ως απασχόληση και όχι ως ανεργία ακόμα και η μία ώρα εργασίας.
Ειδικά στην Ελλάδα -σημειώνει η μελέτη Ρομπόλη- σε έξι κλάδους αιχμής της μερικής απασχόλησης (βιομηχανία τροφίμων και ποτών, χονδρικό εμπόριο, λιανικό εμπόριο, καταλύματα, δραστηριότητες υπηρεσιών εστίασης, εκπαίδευση), σε σύνολο μισθωτής απασχόλησης 948.925 ατόμων, τα 794.451 άτομα εργάζονται με πλήρη απασχόληση και τα 154.474 άτομα (16,3%) με μερική, με τον μεγαλύτερο αριθμό να συγκεντρώνεται στο λιανικό εμπόριο, στην εστίαση και στα καταλύματα.
Η μερική και η εκ περιτροπής απασχόληση στην Ελλάδα είναι ευθεία απειλή και για το ασφαλιστικό σύστημα, όπως σημειώνει το Πρώτο Θέμα. Όπως υπολογίζεται, το έλλειμμα που προκαλούν οι ευέλικτες μορφές εργασίας στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ανέρχεται σε 1,8 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο ετησίως.
Ο ΕΦΚΑ δεν δείχνει να ανησυχεί, καθώς τα στοιχεία των πρώτων δύο μηνών του καλοκαιριού δείχνουν αύξηση των εισφορών των μισθωτών τουλάχιστον κατά 15% (στοιχεία Ιουλίου). Ωστόσο, η ανοδική πορεία δεν είναι βέβαιο ότι θα συνεχιστεί μετά το τέλος της τουριστικής περιόδου. Ηδη τα στοιχεία της απασχόλησης των μισθωτών δείχνουν μικρή κάμψη του ρυθμού μείωσης της ανεργίας.
Όπως σχολιάζει ο κ. Ρομπόλης, «η ευελιξία δεν χτυπά μόνο την Ελλάδα, αλλά ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση, καθώς έχει επιλεγεί ως στρατηγική χαμηλού κόστους εργασίας και υψηλών ανισοτήτων από τη δεκαετία του 1990 εξαιτίας της αύξησης της ανεργίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τάσεις αυτές που σημειώθηκαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες στην αγορά εργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών-μελών, ιδιαίτερα κατά την τρέχουσα δεκαετία, έχουν μετεξελιχθεί σε συστατικά χαρακτηριστικά τα οποία προσιδιάζουν με συνθήκες “ασιατοποίησης” ή ειδικής οικονομικής ζώνης της αγοράς εργασίας στις ευρωπαϊκές χώρες. Η ανασφάλεια της απασχόλησης ασκεί πίεση στους ανέργους, και ιδιαίτερα στους νέους, να αποδεχτούν ως γέφυρα μετάβασης στην είσοδό τους στην αγορά εργασίας τη βραχυχρόνιας διάρκειας ευέλικτη απασχόληση, η οποία όμως στην πράξη μετεξελίσσεται σε μόνιμης διάρκειας, ευέλικτη, χαμηλά αμειβόμενη, αδήλωτη και ανασφάλιστη απασχόληση».
«Ωστόσο», καταλήγει ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου, «το αποτέλεσμα που προσδοκούσαν οι ταγοί των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων, δηλαδή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και μείωση της ανεργίας, δεν έχει ακόμα επιτευχθεί. Αυτό σημαίνει ότι η Ε.Ε. θεωρούσε και θεωρεί λανθασμένα ότι η ανεργία οφείλεται στην ανελαστικότητα των μισθών και στην ακαμψία της αγοράς εργασίας».
«Μεγάλο προβληματισμό προκαλούν τα στοιχεία πρόσφατης έρευνας για το μισθολογικό επίπεδο των εργαζομένων, αφού σχεδόν το 50% εξ αυτών φαίνεται να αμείβεται κάτω από 700 ευρώ μηνιαίως. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς τους εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους και την εκτεταμένη απλήρωτη εργασία, τότε προκύπτει μια εφιαλτική εικόνα για τον παραγωγικό ιστό της χώρας», επισημαίνει ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Αθήνας Γιώργος Μυλωνάς και προσθέτει:.
«Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η UNICEF ανακοίνωσε πρόσφατα πως τα παιδιά στην Ελλάδα που διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας ξεπερνούν το μισό εκατομμύριο. Συνεπώς, είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο ότι ο δρόμος που ακολουθούμε όλα αυτά τα χρόνια είναι αδιέξοδος. Καμία ανάπτυξη, ειδικά των οικονομικών δεικτών, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τους εργαζόμενους. Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε ανάκαμψη αν οι νέοι μας αδυνατούν να μείνουν και να εργαστούν στη χώρα με σταθερές εργασιακές σχέσεις και ασφαλιστικές παροχές».