Σύμφωνα με έρευνα της Nielsen, περικοπές σημειώνονται σε ρουχισμό, αγορά τροφίμων και διασκέδαση
Οι Έλληνες ανησυχούν για την εργασία τους, περικόπτουν τα έξοδα τους τόσο σε οικογενειακό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, ενώ υπάρχει μια διάχυτη απαισιοδοξία στη χώρα, καθώς πιστεύουν ότι η χώρα θα συνεχίσει να βρίσκεται σε οικονομική ύφεση και την επόμενη χρονιά.
Αυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την έρευνα Consumer Confidence της Nielsen, σύμφωνα με την οποία έχει υποχωρήσει κατά μία μονάδα ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην Ελλάδα το δεύτερο τρίμηνο 2017, έναντι του επιπέδου στο οποίο είχε διαμορφωθεί στο τέλος του 2016. Συγκεκριμένα, διαμορφώθηκε στις 52 μονάδες έναντι 53 μονάδων το τελευταίο τρίμηνο του 2016, (τελευταία διαθέσιμη σχετική έρευνα της Nielsen).
Αναλυτικότερα για την Ελλάδα, το 85% των ερωτωμένων πιστεύουν ότι η χώρα θα συνεχίσει να βρίσκεται σε οικονομική ύφεση και την επόμενη χρονιά. Σημειώνεται ότι το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο ανάμεσα στις 63 χώρες που συμμετέχουν στην έρευνα της Nielsen ανά τον κόσμο.
Μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταλαμβάνει την πρώτη θέση αναφορικά με την εργασιακή ανασφάλεια, 4 στους 10 Έλληνες ανησυχούν για την εργασία τους, ενώ ακολουθούν οι ανησυχίες για την οικονομία (35%) και τα χρέη /οφειλές του νοικοκυριού (24%), ανησυχίες που ξεχωρίζουν σταθερά οι Έλληνες τα τελευταία 4 χρόνια.
Τέλος, 8 στους 10 Έλληνες προσπαθούν σε σταθερή βάση να περικόψουν τα έξοδα του νοικοκυριού τους, σημαντικά μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, εάν συγκριθεί με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (56%).
Ειδικότερα, οι κύριες ενέργειες των Ελλήνων για περικοπή των εξόδων, συνεχίζουν να εντοπίζονται στην μείωση των δαπανών μέσω της αγοράς φθηνότερων ταχυκίνητων καταναλωτικών προϊόντων (68%), των περικοπών στα έξοδα για διασκέδαση εκτός σπιτιού (66%), και στα έξοδα για ρουχισμό (63%).
Ο παγκόσμιος δείκτης αισιοδοξίας των καταναλωτών ανέρχεται στις 104 μονάδες, αυξημένος κατά τρεις μονάδες σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2016.
Αναλυτικότερα, σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2016, η Βόρεια Αμερική (117 έναντι 120) παρά τη μείωση του δείκτη κατά τρεις μονάδες, συνεχίζει να αποτελεί τη γεωγραφική περιοχή με τον υψηλότερο δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
Στις Ασιατικές χώρες του Ειρηνικού και την Ωκεανία (114 έναντι 111) ο δείκτης αυξήθηκε κατά τρεις μονάδες ενώ στη Λατινική Αμερική αυξήθηκε κατά μία μονάδα στις 85. Η μεγαλύτερη αύξηση του δείκτη σημειώθηκε στις χώρες της Μέσης Ανατολής και στην Αφρική (88 έναντι 83).
Ειδικότερα για την Ευρώπη (85), ο δείκτης συνεχίζει την ανοδική του πορεία για ένατο συνεχές τρίμηνο. Μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, ο δείκτης αυξήθηκε σε 22 από τις 33 χώρες, ενώ έμεινε σταθερός σε τέσσερις από αυτές.
Μεταξύ των ανησυχιών που διέπουν τους Ευρωπαίους πολίτες, ο φόβος για τρομοκρατικές επιθέσεις (27%) για το δεύτερο τρίμηνο του 2017 ήταν αυξημένος κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες και εξακολουθεί να καταλαμβάνει την πρώτη θέση από το τελευταίο τρίμηνο του 2015. Ακολουθείται από τις ανησυχίες για την υγεία (19%), την εργασία (18%) και την οικονομία (18%).
Σημειώνεται ότι η παγκόσμια έρευνα Consumer Confidence and Spending Intentions της Nielsen δημιουργήθηκε το 2005 και μετράει το βαθμό αισιοδοξίας, τις μεγαλύτερες ανησυχίες και την πρόθεση αγορών περισσότερων από 30.000 καταναλωτών σε 63 χώρες. Η μεθοδολογία είναι on-line ενώ το δείγμα έχει quotas στο φύλο και την ηλικία και επιπλέον σταθμίζεται ώστε να είναι αντιπροσωπευτικό των χρηστών internet σε κάθε χώρα. Η τελευταία μέτρηση πραγματοποιήθηκε το διάστημα 20 Μαΐου – 10 Ιουνίου, 2017.
Ο βασικός δείκτης της έρευνας (Consumer Confidence Index) υπολογίζεται ως ο μέσος όρος των επιμέρους 3 δεικτών των ακόλουθων μεταβλητών: α) εκτίμηση για την προσωπική οικονομική κατάσταση τους επόμενους 12 μήνες, β) αξιολόγηση περιόδου για την αγορά αγαθών που χρειάζεται το νοικοκυριό, και γ) εκτίμηση για την ανεργία τους επόμενους 12 μήνες. Η τιμή του κυμαίνεται από το 0 έως το 200, με την τιμή 100 να υποδηλώνει ότι υπάρχει ίδιο ποσοστό αισιόδοξων και απαισιόδοξων πολιτών.