«Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας θα δεχθεί ισχυρές πιέσεις τις επόμενες δεκαετίες»
Υπάρχει αντίδοτο στη συρρίκνωση των συντάξεων;, διερωτάται ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο του δελτίο για την ελληνική οικονομία.
«Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας θα δεχθεί ισχυρές πιέσεις τις επόμενες δεκαετίες», προειδοποιεί ο ΣΕΒ, και τονίζει ότι «η αντιστροφή των δυσμενών δημογραφικών δεδομένων προϋποθέτει τη μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών, των νέων στην αγορά εργασίας, πολιτικές για επιλεκτική μεταναστευτική πολιτική καθώς και ενεργό γήρανση».
Αναλυτικά, όπως παρατηρεί ο ΣΕΒ, «ο πληθυσμός μειώνεται και γερνάει. Το 2050 οι Έλληνες θα είμαστε 9 εκατ. περίπου, με έναν στους τρεις να είναι 65 ετών και άνω, εκ των οποίων 300.000 θα είναι μάλιστα άνω των 90 ετών. Οι σημερινοί 65αρηδες αναμένεται να ζήσουν άλλα 20 χρόνια περίπου, με 13 χρόνια σε καλή κατάσταση υγείας.
Σήμερα στη χώρα μας, όσοι δεν εργάζονται (μητέρες, παιδιά, τρίτης ηλικίας, άνεργοι) είναι διπλάσιοι από αυτούς που εργάζονται. Από τα 10,8 εκατ. πληθυσμού περίπου, που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα, οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο είναι 806 χιλ., οι μισθωτοί στον ιδιωτικό τομέα 1,6 εκατ., οι ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες, κλπ. 1,3 εκατ. και οι συνταξιούχοι γήρατος, θανάτου, αναπηρίας κλπ. 2,6 εκατ. (+150 χιλ. εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης).
Ο κάθε εργαζόμενος, στον ιδιωτικό τομέα, με τα εισοδήματα και τους φόρους που πληρώνει, συντηρεί 2,8 άτομα του πληθυσμού που είτε δεν εργάζονται, είτε απασχολούνται στο Δημόσιο. Επίσης, μόνο το 43% των γυναικών και το 14% των νέων 15-24 ετών εργάζεται έναντι 61% και 33% αντιστοίχως στην ΕΕ-28.
Με βάση τα δεδομένα αυτά, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας θα δεχθεί ισχυρές πιέσεις τις επόμενες δεκαετίες. Η αντιστροφή των δυσμενών δημογραφικών δεδομένων προϋποθέτει τη μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών, των νέων στην αγορά εργασίας, πολιτικές για επιλεκτική μεταναστευτική πολιτική καθώς και ενεργό γήρανση.
Αυτό, όμως, προϋποθέτει ένα περιβάλλον δυναμικής ανάπτυξης που θα δημιουργεί, μέσω ιδιωτικών επενδύσεων, υψηλή ζήτηση για απασχόληση, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις που έρχονται θα δημιουργήσουν ασυνέχειες στην αγορά εργασίας, καθώς και ανάγκες για διαφορετικό μίγμα εξειδικεύσεων των εργαζομένων.
Οι εργαζόμενοι θα αντιμετωπίσουν ένα δυσοίωνο μέλλον, καθώς δεν υπάρχει συνταξιοδοτική αποταμίευση και όσοι εργάζονται, πρέπει να συντηρούν όχι μόνο τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους, αλλά μέσω των φόρων που πληρώνουν, και τους ηλικιωμένους.
Οι συνταξιούχοι αντιμετωπίζουν το μέλλον με όλο και μεγαλύτερη ανασφάλεια, καθώς οι συντάξεις τους θα μειώνονται. Το 2050 θα αντιστοιχεί ένας εργαζόμενος για κάθε ένα συνταξιούχο. Η όσο το δυνατόν ομαλότερη μετάβαση στη συνταξιοδότηση προϋποθέτει προσωπική αποταμίευση (για να συμπληρώνεται η πενιχρή σύνταξη) και καλή υγεία (για να αξιοποιούνται οι ευκαιρίες απασχόλησης).
Ήδη, στη χώρα μας 76.100 άτομα άνω των 64 ετών είναι ενεργά στην αγορά εργασίας, αντιμετωπίζοντας, όμως, ένα αυξανόμενο ποσοστό ανεργίας 12% (έναντι 9% το 2015) και ένα σχετικά εχθρικό περιβάλλον απασχόλησης. Η απασχόληση συμβάλει στην ευεξία και μακροημέρευση των ηλικιωμένων, αντισταθμίζοντας, εν μέρει, τη ζοφερή πραγματικότητα ενός συνταξιοδοτικού συστήματος χωρίς αποθεματικά, και χωρίς αναγνώριση των κόπων μιας ζωής.
Γενικότερα, είναι κρίσιμο η χώρα να αναπτύξει μία ολοκληρωμένη και στοχευμένη στρατηγική δράσεων σε 3 άξονες για (α) τον επαναπατρισμό Ελλήνων της διασποράς (αναστροφή brain drain) και την υποδοχή μεταναστών με εξειδικευμένες δεξιότητες, (β) τη στήριξη της ελληνικής οικογένειας και την αύξηση του ρυθμού γεννήσεων και (γ) την ενεργό γήρανση ώστε να πάψει το συνταξιοδοτικό σύστημα να τιμωρεί συνταξιούχους που δουλεύουν, περικόπτοντας τη σύνταξή τους, ενθαρύνοντας έτσι την παράνομη εργασία.
Επιβάλλεται, συνεπώς, να αλλάξει η λανθασμένη πρακτική της υπερφορολόγησης των πάντων, που οδηγεί την οικονομική δραστηριότητα στη μαύρη οικονομία (φοροδιαφυγή, λαθρεμπόριο, κλπ.). Θα πρέπει να γίνει εθνικός στόχος μέσα από ένα πλέγμα πολιτικών πρωτοβουλιών, ο πληθυσμός της χώρας να αυξηθεί σημαντικά μέχρι το 2030 ώστε να αναστραφεί υπέρ των νέων η κατανομή του πληθυσμού. Και ο ρόλος των επενδύσεων στη δημιουργία νέου πλούτου για τη στήριξη αυτών των εθνικά αναγκαίων πολιτικών είναι καταλυτικός».