Αλλά… η επισφαλής απασχόληση·με «μισθούς πείνας» λειτουργεί ως κρυφός μηχανισμός λιτότητας
Η αύξηση του αριθμού των εργαζομένων που αμείβονται με μισθούς στα όρια της φτώχειας, η βελτίωση στην αγορά εργασίας εξαιτίας της αισθητής μείωσης της ανεργίας, αλλά και η παράλληλη «έκρηξη» των μορφών ελαστικής απασχόλησης μέσα στο 2017, είναι ορισμένα από τα βασικά συμπεράσματα της ενδιάμεσης έκθεσης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «η κατάσταση στην αγορά εργασίας είναι βελτιωμένη το 1ο εξάμηνο του 2017 σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνει μια σωρευτική μεταβολή στην αγορά εργασίας με μείωση των ανέργων κατά 263,5 χιλιάδες και με αύξηση της απασχόλησης κατά 252,3 χιλιάδες την περίοδο 2014-2017».
Όμως, υπάρχουν μια σειρά από ποιοτικούς δείκτες στην αγορά εργασίας οι οποίοι δημιουργούν προβληματισμό. Τέτοιοι δείκτες είναι ο ιδιαίτερα χαμηλός βαθμός απασχόλησης του εργατικού δυναμικού που βρίσκεται στο 52%, ενώ εκτιμάται ότι η πραγματική ανεργία κυμαίνεται στο 2ο τρίμηνο του 2017 στο 28,7% από 30,8% που ήταν στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2016. Επισημαίνεται ότι ο δείκτης αυτός της ανεργίας δεν εκτιμά μόνο τον αριθμό των ανέργων, αλλά συνεκτιμά τα πολύ υψηλά ποσοστά υποαπασχόλησης, η οποία σύμφωνα με την έκθεση έχει σχεδόν τριπλασιαστεί, καθώς από 99.000 που ήταν το 2008 έχει ανέλθει στους 267.000 το 2017. Επίσης, συνεκτιμώνται και οι απογοητευμένοι άνεργοι που υπερτριπλασιάστηκαν, καθώς από 37.000 ανήλθαν στους 109.000.
Επισφαλής απασχόληση με «μισθούς πείνας»
Η έκθεση επικαλείται τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ (Ιανουάριος – Ιούλιος 2017), σύμφωνα με τα οποία η πλειονότητα των νέων θέσεων απασχόλησης αφορά θέσεις μερικής απασχόλησης κατά 47,86% και εκ περιτροπής εργασίας κατά 13,81%. Η σημαντική ενίσχυση της επισφαλούς απασχόλησης επηρεάζει και την μεταβολή των μισθών αφού, όπως δείχνουν τα στοιχεία απασχόλησης του ΙΚΑ -ΕΤΑΜ για το Νοέμβριο του 2016, ο μέσος μισθός με μερική απασχόληση ήταν 397,67 ευρώ μικτά. Σύμφωνα με την έκθεση της ΓΣΕΕ «η εξέλιξη αυτή επιφέρει σοβαρές μακροοικονομικές επιπτώσεις, καθώς ουσιαστικά λειτουργεί ως κρυφός μηχανισμός λιτότητας».
Εξετάζοντας την κλαδική διάρθρωση της απασχόλησης η έκθεση εκτιμά ότι κατά την περίοδο της κρίσης χάθηκαν 645,1 χιλιάδες θέσεις εργασίας, με τις μεγαλύτερες μειώσεις να εμφανίζονται στους κλάδους της γεωργίας (89.600), της μεταποίησης (112.000), των κατασκευών (179.000) και του εμπορίου (122.100).
Αντίθετα οι μόνοι κλάδοι που εμφανίζουν αύξηση της απασχόλησης είναι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στα καταλύματα και στην εστίαση με 68.700 θέσεις εργασίας, της ενέργειας (4.400 θέσεις) και των διοικητικών και υποστηρικτικών δραστηριοτήτων με 15.600 θέσεις εργασίας.