Σύμφωνα με την ΙΝΕ/ΓΣΕΕ
Μετά το 2030 και υπό προϋποθέσεις θα επανέλθει η ανεργία σε «φυσιολογικά επίπεδα», δηλαδή κάτω του 10%, και αυτό εφόσον η ελληνική οικονομία παρουσιάσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ολόκληρη της επόμενη δεκαετία.
Σύμφωνα με τον επιστημονικό διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ καθηγητής κ. Γ. Αργείτη, δεν φαίνεται να συμμερίζεται την αισιοδοξία της κυβέρνησης για αποκλιμάκωση των ποσοστών της ανεργίας. Εκτιμά ότι υπάρχει μια βελτίωση της εικόνας το πρώτο εξάμηνο του 2017, ωστόσο «τα ποιοτικά στοιχεία δημιουργούν προβληματισμό». «Η όποια αύξηση της απασχόλησης δείχνει μια εξαιρετικά αργή έξοδο της οικονομίας από την από την μεγάλη ύφεση της περιόδου 2010 – 2013», σημειώνει ο κ. Αργείτης στην έκθεσή του, παραθέτοντας τα στοιχεία του 2014 – 2017.
Την εκτίμηση για μια αργή, μακρά και βασανιστική πορεία επανόδου στα προ της κρίσης ποσοστά της ανεργίας, διατυπώνει και ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, πρώην επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου κ. Σ. Ρομπόλης.
Ο καθηγητής χαρακτηρίζει «αναιμική και άνεργη» την περίοδο της ανάκαμψης της οικονομίας, υπογραμμίζοντας ότι θα συνοδεύεται από υψηλά επίπεδα ανεργίας.
«Όποτε κι αν έλθει η ανάκαμψη θα είναι αναιμική και άνεργη, δεδομένου ότι για να δημιουργηθούν 50.000 θέσεις εργασίας τον χρόνο, θα απαιτείται ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,5%-4%», σημειώνει χαρακτηριστικά. Και οι δύο εκτιμούν ότι η επάνοδος της ανεργίας στα προ κρίσης επίπεδα δεν θα έλθει πριν το τέλος της επόμενης δεκαετίας.
Η πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου ανεβάζει το πραγματικό ποσοστό της ανεργίας στο 28,7% το πρώτο τρίμηνο του 2017 έναντι 30,8% το αντίστοιχο διάστημα του 2016. Στο ποσοστό αυτό συνυπολογίζει τις κατηγορίες των αποθαρρημένων ανέργων (όσων δηλαδή δηλώνουν άνεργοι αλλά δεν αναζητούν εργασία), αλλά και των υποαπασχολούμενων.
Σημειώνεται ότι το επίσημο ποσοστό της ανεργίας το δεύτερο τρίμηνο του 2017 ήταν 21,1%. Ως απασχολούμενοι θεωρούνται όσοι εργάσθηκαν έστω και μια ώρα την εβδομάδα, ενώ δεν συνυπολογίζονται όσοι δηλώνουν ότι έπαψαν να αναζητούν εργασία.
Στο σημείο αυτό αναφέρεται η έκθεση της ΓΣΕΕ λέγοντας ότι «μια σειρά ποιοτικών δεικτών της αγοράς εργασίας δημιουργούν προβληματισμό». Χαρακτηριστικά παρουσιάζει τα πολύ υψηλά ποσοστά της υποαπασχόλησης, η οποία κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει σχεδόν τριπλασιαστεί από 99.000 εργαζομένους το 2008 σε 267.000 το 2017.
Επίσης έχουν υπέρ τριπλασιασθεί οι απογοητευμένοι άνεργοι που έπαψαν να αναζητούν εργασία, από 37.000 σε 109.000 την αντίστοιχη περίοδο.
Ενδεικτικό είναι επίσης το στοιχείο, σύμφωνα με το οποίο το 67% των εργαζόμενων με μερική απασχόληση, δεν βρίσκει πλήρη απασχόληση και αναγκάσθηκε να επιλέξει αυτό το καθεστώς.
Με άλλα λόγια, η μερική απασχόληση δεν αφορά εργατικό δυναμικό που δεν επιθυμεί να εργαστεί με πλήρη απασχόληση και συνεπώς εξυπηρετείται από τη δυνατότητα να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, αλλά αντίθετα αφορά εργατικό δυναμικό το οποίο υποαπασχολείται και αμείβεται χαμηλότερα από εργαζομένους πλήρους απασχόλησης.
Συνεπώς, η ελληνική οικονομία δεν αντιμετωπίζει μόνο πρόβλημα χαμηλού ποσοστού απασχόλησης, αλλά και πρόβλημα αντικατάστασης θέσεων πλήρους απασχόλησης, από θέσεις μερικής απασχόλησης. «Ο μετασχηματισμός αυτός της μορφής της απασχόλησης ουσιαστικά λειτουργεί στην οικονομία, ως κρυφός μηχανισμός λιτότητας με υφεσιακές επιπτώσεις» τονίζει η έκθεση της ΓΣΕΕ.