Τις τεράστιες ευκαιρίες που προκύπτουν από το διεθνές εμπόριο θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν οι μεσαίες επιχειρήσεις, σύμφωνα με την HSBC.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκεθση της τραπέζης, οι εξαγωγές αποτελούν σήμερα μόνο το 15% των εσόδων των μεσαίων επιχειρήσεων. Εάν οι μεσαίες επιχειρήσεις τις αυξήσουν κατά μόλις 1%, μπορούν να ενισχύσουν συνολικά την οικονομική τους θέση κατά 12,5 δισ. δολάρια.
Ο τομέας Επιχειρηματικής Τραπεζικής της HSBC (HSBC Commercial Banking) σε συνεργασία με την εταιρεία Oxford Economics, μελέτησε τις απόψεις 1.400 ανώτερων στελεχών μεσαίων επιχειρήσεων σε 14 χώρες σε συνδυασμό με διεξοδική οικονομική ανάλυση. Τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι οι περισσότεροι επικεφαλής επιχειρήσεων εστιάζουν τις στρατηγικές ανάπτυξής τους στις εγχώριες αγορές τους (18%) και λιγότερο στη διεθνή ανάπτυξη (11%).
Μόνο το 3% των ερωτηθέντων αναμένουν ότι η δραστηριοποίησή τους στο εξωτερικό θα συνεισφέρει στην επιχειρηματική απόδοση κατά τα επόμενα τρία χρόνια. Και αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η εγχώρια οικονομική αστάθεια (55%) αποτελεί τη βασική τους ανησυχία. Οι κανονιστικές αλλαγές (52%) και η έλλειψη ατόμων με τις κατάλληλες δεξιότητες (50%) αναφέρθηκαν επίσης ως σημαντικές πηγές ανησυχίας που μετριάζουν τη διάθεση των μεσαίων επιχειρήσεων για ανάπτυξη.
Οι μεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας συνεισφέροντας σημαντικά στην ανάπτυξη και την απασχόληση. Εκτιμάται ότι οι 433.000 μεσαίες επιχειρήσεις σε 14 χώρες που καλύπτονται από την έρευνα απασχολούν άμεσα 208 εκατομμύρια άτομα- αριθμός ίσος με τον πληθυσμό της Βραζιλίας- και στηρίζουν 3,4 εκατομμύρια στις εξαγωγές.
Εκτιμάται ότι μέσα σε μόλις δύο χρόνια η άμεση συμβολή των μεσαίων επιχειρήσεων στο παγκόσμιο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 9% και ο αριθμός των θέσεων εργασίας που προσφέρουν κατά 3%.
Περαιτέρω οικονομική ανάλυση προβλέπει ότι εάν οι μεσαίες επιχειρήσεις αύξαναν τα έσοδά που προέρχονται από τις εξαγωγές κατά μόλις 1%, θα ενίσχυαν συνολικά την οικονομική τους ισχύ κατά 12,5 δισεκατομμύρια δολάρια στις 14 οικονομίες που μελετήθηκαν.
Ο Νοέλ Κουίν, Chief Executive του Global Commercial Banking της HSBC, δήλωσε: «Οι μεσαίες επιχειρήσεις συνεισφέρουν σημαντικά στις οικονομίες τους και έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν ακόμα περισσότερο εάν σκεφθούν να δραστηριοποιηθούν σε νέες αγορές. Πολλές από τις ανησυχίες που εκφράζουν μπορούν πράγματι να αντιμετωπιστούν με μια διεθνή στρατηγική – είτε οι ανησυχίες τους αφορούν την εγχώρια οικονομική αστάθεια είτε την αξιοποίηση νέων δεξιοτήτων και γνώσεων. Σε ένα περιβάλλον χαμηλότερης ανάπτυξης θα πρέπει να βοηθήσουμε αυτές τις επιχειρήσεις να αποκομίσουν οφέλη από το διεθνές εμπόριο και να εργαστούν προκειμένου να ενισχύσουν το προφίλ τους ως βασικοί συντελεστές της οικονομίας και πιθανότατα ως φορείς με επιρροή στις κυβερνητικές αποφάσεις».
Η Ελένη Βρεττού, Επικεφαλής Wholesale Banking της HSBC Ελλάδας, σχολίασε: «Η έρευνα αποκαλύπτει ότι οι μεσαίες επιχειρήσεις σε αρκετές χώρες του κόσμου ενώ αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας τους από πλευράς συνεισφοράς στο ΑΕΠ και στην απασχόληση, δεν αξιοποιούν όσο θα μπορούσαν τις ευκαιρίες που προκύπτουν από το διεθνές εμπόριο. Ειδικά στην Ελλάδα λόγω της οικονομικής κρίσης η ανάγκη για διεθνή ανάπτυξη είναι περισσότερο επιτακτική, καθώς οι επιχειρήσεις οφείλουν να εστιάσουν σε νέες αγορές προκειμένου να αναπτυχθούν περαιτέρω και να αντισταθμίσουν τη τυχόν συρρίκνωση της εγχώριας αγοράς».
Οι μισές από όλες τις μεσαίες επιχειρήσεις εκτιμάται ότι βρίσκονται στην Κίνα και ένα τέταρτο στην Ινδία αλλά με κατά κεφαλήν κριτήρια έχουν μεγαλύτερη παρουσία σε χώρες όπως η Σιγκαπούρη, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), ο Καναδάς και η Γερμανία.
Στο δείγμα ο κλάδος των μεσαίων επιχειρήσεων έχει μεγαλύτερη συμβολή στην εγχώρια απασχόληση στις ΗΠΑ (20% της απασχόλησης του ιδιωτικού τομέα) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (18% του ιδιωτικού τομέα) ενώ η συνεισφορά τους στο ΑΕΠ είναι υψηλότερη στις ΗΠΑ και ακολουθούν το Μεξικό, τα ΗΑΕ, η Αυστραλία και ο Καναδάς.