Περίπου 2,3 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ της χώρας, συνεισέφερε το 2016 η ακτοπλοΐα στις εσωτερικές γραμμές, στηρίζοντας 34,2 χιλ. θέσεις εργασίας στην ελληνική οικονομία, αναφέρει μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) με τίτλο «Η συμβολή της επιβατηγού ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία».
Σημειώνεται εξάλλου ότι αν ληφθούν υπόψη και οι καταλυτικές επιδράσεις που συνδέονται με τον τουρισμό, την ανάπτυξη του πρωτογενή και μεταποιητικού τομέα στις νησιωτικές περιφέρειες της χώρας και το εξαγωγικό εμπόριο που πραγματοποιείται από τα λιμάνια Πατρών και Ηγουμενίτσας, η συνολική συνεισφορά του κλάδου εκτιμάται, σε όρους ΑΕΠ για το 2016 σε 16,1 δισ. ευρώ ή 9,2% και σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά του κλάδου διαμορφώθηκε σε 349 χιλ. θέσεις εργασίας (ή 9,7% της συνολικής απασχόλησης).
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ η προσαρμογή του κλάδου στα νέα δεδομένα απαιτεί συστηματική προσπάθεια περιορισμού του κόστους εκμετάλλευσης με διατήρηση της καλύτερης προσφοράς υπηρεσιών και σε αυτή την κατεύθυνση επισημαίνει ότι μπορεί να συμβάλλει η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια 24%, όταν στην Ιταλία, χώρα με συγκρίσιμο όγκο επιβατικής κίνησης, ο αντίστοιχος συντελεστής διαμορφώνεται στο 10%. Αναφέρει ότι η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια θα μπορούσε να ενισχύσει την οικονομία των νησιωτικών περιοχών.
Για τις προοπτικές του κλάδου το Ινστιτούτο Βιομηχανικών Ερευνών τονίζει ότι μεσοπρόθεσμα επηρεάζονται αρνητικά από τις υποβαθμισμένες λιμενικές υποδομές, καθώς στα περισσότερα λιμάνια της χώρας ο εξοπλισμός υποδοχής παραμένει ανεπαρκής, ενώ και οι ράμπες χαρακτηρίζονται προβληματικές. Επιπλέον, σημαντικό ζήτημα αποτελεί η υποχρέωση προσαρμογής στη χρήση νέου τύπου καυσίμων από το 2020 για όλα τα πλοία, που θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους ναυπήγησης, μετασκευών και λειτουργίας των πλοίων.
Στις εσωτερικές ακτοπλοϊκές γραμμές το 2016 σημειώθηκε άνοδος κατά 1,6% στους επιβάτες, με την αύξηση να είναι σημαντικά υψηλότερη στα οχήματα (13%). Ωστόσο, σε σχέση με το 2009 η επιβατική κίνηση έχει υποχωρήσει κατά 16%. Αντίστοιχα, στις γραμμές της Αδριατικής η επιβατική κίνηση από τα λιμάνια της χώρας διαμορφώθηκε το 2016 σε περίπου 1,5 εκατ. επιβάτες, ελαφρώς υψηλότερα σε σχέση με το 2012 και το 2013, αλλά κατά περίπου 33% χαμηλότερα σε σχέση με το 2009.
Η ελληνική επιβατηγός ναυτιλία παραμένει μια από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη, καθώς μέσω αυτής πραγματοποιείται το 17% της θαλάσσιας επιβατικής κίνησης στο σύνολο της ΕΕ. Στην Ελλάδα παρατηρείται ο μεγαλύτερος αριθμός λιμένων μεταξύ των χωρών της ΕΕ από τα οποία εκτελούνται θαλάσσιες συγκοινωνίες, ενώ ο Πειραιάς αποτελεί το μεγαλύτερο σε επιβατική κίνηση λιμάνι της ΕΕ με 7,9 εκατ. επιβάτες το 2015.
Ο κλάδος έχει αυξημένη σημασία για την οικονομία της Ελλάδας, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, στηρίζοντας καταλυτικά τον τουρισμό και την οικονομική δραστηριότητα στις νησιωτικές περιοχές της χώρας. Ο κλάδος συνεισφέρει σημαντικά και στην ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας, μέσα από το μεταφορικό έργο στις γραμμές της Αδριατικής. Εκτιμάται ότι η αξία των εμπορευμάτων που διοχετεύτηκαν στο εξωτερικό από τα λιμάνια Πατρών και Ηγουμενίτσας ξεπέρασε τα 1,4 δισ. ευρώ το 2016.