«Μία αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι ακατάλληλη, εφόσον η Ελλάδα θα εμμείνει στις υπεσχημένες μεταρρυθμίσεις» τόνισε σήμερα στο Μόντρεαλ ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της ΕΚΤ, Ζαν-Κλοντ Τρισέ.
«Απαντώντας στα ερωτήματα που κάνετε, για τον ανασχεδιασμό του ελληνικού δημόσιου χρέους, ή για τις απομειώσεις ονομαστικής αξίας ελληνικών ομολόγων, είμαστε σαφείς ότι αυτά δεν τα πιστεύουμε, υπό την προϋπόθεση των οικονομικών-φορολογικών μεταρρυθμίσεων και των αποκρατικοποιήσεων στην Ελλάδα, τότε λοιπόν δεν χρειάζεται η αναδιάρθρωση του χρέους ή η απομείωση ονομαστικής αξίας ελληνικών ομολόγων», δήλωσε ο επικεφαλής της ΕΚΤ, που έκανε δηλώσεις στη δημόσια καναδική τηλεόραση, προσθέτοντας ότι «θα λέγαμε, μάλιστα, αυτά είναι ακατάλληλα πράγματα».
Τόνισε ακόμα ότι οι μεταρρυθμίσεις, που η διεθνής κοινότητα ζητεί απ’ την Ελλάδα, είναι «το δέον» προκειμένου να επιτευχθούν ανάπτυξη και θέσεις εργασίας.
Εξάλλου, στην ομιλία που έκαμε στο διεθνές οικονομικό συνέδριο στο Μόντρεαλ ο κ. Τρισέ υποστήριξε ότι «η κρίση χρέους στην ευρωζώνη δεν ισοδυναμεί με κρίση του ευρώ», επειδή η τελευταία ανέκυψε, όταν μέλη της ευρωζώνης δεν επόπτευσαν, ως θα έπρεπε, την οικονομική πολιτική τους. «Οι τωρινές εντάσεις (στις αγορές) δεν μεταφράζονται σε κρίση της νομισματικής ένωσης της ΕΕ», σημείωσε ο κ. Τρισέ.
Θεώρησε «βήμα στην ορθή κατεύθυνση» την προσπάθεια για μία σταθεροποίηση στην ευρωζώνη και υπέρ του «ευρωσυμφώνου», ενώ προϊδέασε ότι προωθούνται «άτολμες μεταρρυθμίσεις».
«Το Δ.Σ. της ΕΚΤ ανησυχεί επειδή έστω κι αν τείνουν στην ορθή κατεύθυνση εντούτοις οι μεταρρυθμίσεις για την οικονομική διακυβέρνηση υπό συζήτηση δεν είναι αρκετά φιλόδοξες, ώστε να διορθωθεί η αδύναμη δομή της φορολογικής διακυβέρνησης, αλλά και, ευρύτερα, της μακροοικονομικής διακυβέρνησης στην ευρωζώνη», εξήγησε ο κ. Τρισέ.
Παράλληλα, ο κ. Τρισέ τάχθηκε υπέρ αυστηρότερων κυρώσεων στο μέλλον για τα κράτη παραβάτες των φορολογικών κανόνων της ΕΕ, αλλά και μιας μεγαλύτερης εποπτείας της ΕΕ πάνω στις οικονομικές πολιτικές των μελών της. «Φιλόδοξα σημεία αναφοράς για τις μετρήσεις, πρέπει να αποτελέσουν στο μέλλον τη βάση, όταν θα διαπιστώνεται το επίπεδο του υπερβολικού δημόσιου ελλείμματος, όταν θα ορίζεται, εκάστοτε, η οδός της προσαρμογής προς την ‘υγιή’ δημοσιονομική θέση. Πολύ σπουδαίο είναι η μακροοικονομική εποπτεία της ΕΕ να εστιάζει σαφώς στα κράτη, που είναι τα πλέον ευάλωτα».