«Η γεωθερμία αποτελεί ένα νέο μεγάλο πεδίο για την ανάπτυξη του ενεργειακού τομέα στην Ελλάδα» δήλωσε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιώργος Σταθάκης, ο οποίος επισκέφθηκε το γεωθερμικό πεδίο Αλεξανδρούπολης και εξέφρασε τη χαρά του για το γεγονός, ότι ο Δήμος Αλεξανδρούπολης ξεκίνησε ένα από τα πιο πρωτοποριακά έργα στη γεωθερμία.
Το γεωθερμικό πεδίο βρίσκεται στην Κοινότητα Αρίστηνο του Δήμου και το υπουργείο Περιβάλοντος και Ενέργειας ενέκρινε τον περασμένο Απρίλιο την πρώτη άδεια πώλησης θερμικής ενέργειας από γεωθερμία.
«Ως κυβέρνηση το στηρίξαμε από την πρώτη στιγμή και ταυτόχρονα αποτέλεσε την αφορμή για να μπορέσουμε να ετοιμάσουμε ένα θεσμικό πλαίσιο, ένα νόμο για τη γεωθερμία, που θα διευκολύνει την ανάπτυξη της συγκεκριμένης μορφής δραστηριότητας στα αμέσως επόμενα χρόνια», επεσήμανε ο κ. Σταθάκης.
Πρόσθεσε πως τα γεωθερμικά πεδία μπορούν να λειτουργήσουν συνδυαστικά, για την παραγωγή ενέργειας για τα νοικοκυριά, να γίνουν πόλος έλξης επιχειρήσεων λόγω φτηνής ενέργειας (θερμοκήπια, κλπ) και όπου υπάρχουν ιαματικές διαστάσεις η γεωθερμία να γίνει πόλος τουριστικής ανάπτυξης.
Υπογράμμισε ότι και τα τρία αυτά θέματα θα ενσωματωθούν στο νέο νόμο που θα προωθηθεί προς ψήφιση στη Βουλή.
Από την πλευρά του, ο αντιδήμαρχος Ενέργειας και Φυσικών Πόρων Τραϊανούπολης, του Δήμου Αλεξανδρούπολης, Γιάννης Φαλέκας, ενημέρωσε τον κ. Σταθάκη για το ενεργειακό πλάνο του Δήμου.
Η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας και Θράκης έχει εκμισθώσει στον Δήμο Αλεξανδρούπολης για 50 χρόνια το γεωθερμικό πεδίο Αρίστηνου, ύστερα από διεθνή διαγωνισμό, στον οποίο συμμετείχαν και ιδιωτικές εταιρίες. Το συγκεκριμένο γεωθερμικό πεδίο βρίσκεται γεωγραφικά εντός των ορίων των Δημοτικών Διαμερισμάτων Άνθειας, Αρίστηνου, Αετοχωρίου και Λουτρού του Δήμου Αλεξανδρούπολης, Έβρου.
Η αξιοποίησή του έχει ενταχθεί στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης 2014-2020. Το έργο θα περιλαμβάνει ένα θερμικό σταθμό 222,5 τμ και ένα δίκτυο διακίνησης του γεωθερμικού ρευστού, συνολικού μήκους
Η μέγιστη μεταφερόμενη θερμική ισχύς θα είναι περίπου 10 MW, από τα οποία τα 9 MW θα χρησιμοποιούνται για την τηλεθέρμανση των θερμοκηπίων και το υπόλοιπο 1 MW για την τηλεθέρμανση των δημοτικών κτιρίων.