«Ζητούμενο η στροφή προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο»
Αν το μεγάλο ζητούμενο της ελληνικής οικονομίας για την περίοδο μετά την κρίση είναι η αποτελεσματική στροφή προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, η ενίσχυση της εξαγωγικής βάσης της χώρας αποτελεί την πρωταρχική προϋπόθεση ώστε αυτό να καταστεί εφικτό, τόνισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας στον χαιρετισμό του στο συνέδριο «Εξαγωγές για ανάπτυξη».
Όπως είπε ο κ. Στουρνάς, είναι γεγονός ότι από το 2010 και μετά οι εξαγωγές αυξάνονται με ιδιαίτερα ικανοποιητικό ρυθμό. Ειδικά οι εξαγωγές αγαθών ακολουθούν σταθερή ανοδική πορεία. Η συμμετοχή τους στο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ συνολικά σημείωσαν άνοδο κατά 51% σε σταθερές τιμές σωρευτικά ως το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2017, συμβάλλοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό στη βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Διοικητή της ΤτΕ, με βάση τα στοιχεία του εννεάμηνου του τρέχοντος έτους η άνοδος των εξαγωγών έχει επιταχυνθεί περαιτέρω με αποτέλεσμα η συμμετοχή τους στην ανάκαμψη της οικονομίας να εμφανίζεται ιδιαίτερα σημαντική
Παραθέτοντας τα επιμέρους στοιχεία, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε πως είναι αναμφίβολα είναι πολύ ενθαρρυντικά και, σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη συντελεστεί, είναι πιθανόν να σηματοδοτούν την απαρχή της διαδικασίας αναδιάρθρωσης της οικονομίας προς την κατεύθυνση ενός νέου, εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου.
«Υπάρχουν, λοιπόν, σοβαρές ενδείξεις ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να περάσει σε μια νέα αναπτυξιακή τροχιά, βασιζόμενη σε ένα νέο, αναπτυξιακό πρότυπο με έμφαση στην υγιή επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και την εξωστρέφεια. Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των αδυναμιών που περιόριζαν την εξαγωγική επίδοση της χώρας στο παρελθόν έχει διευθετηθεί. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, παρά την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και την ανοδική πορεία που καταγράφουν οι εξαγωγές, η εξαγωγική επίδοση της χώρας υπολείπεται του επιπέδου που θα αναμενόταν, με βάση τις ιστορικές συσχετίσεις μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών», σημείωσε ο κ. Στουρνάρας.
Επομένως, τόνισε, υπάρχει ακόμη αρκετή απόσταση που πρέπει να διανυθεί, ώστε οι εξαγωγές να αποτελέσουν έναν από τους βασικούς μοχλούς ανάπτυξης της οικονομίας.
Σύμφωνα με τον Διοικητή της ΤτΕ, οι δυσκολίες που εξακολουθούν να υπάρχουν στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, οι καθυστερήσεις στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και η υπερφορολόγηση, η οποία επιβραδύνει ή και ανακόπτει την πρόοδο προς την αποκατάσταση της συνολικής ανταγωνιστικότητας, επιδρούν επιβαρυντικά στην περαιτέρω ενίσχυση της εξαγωγικής βάσης, καθώς δεν αφήνουν τις ελληνικές επιχειρήσεις να εκμεταλλευτούν πλήρως ευκαιρίες που παρουσιάζονται στις διεθνείς αγορές. Επιπρόσθετα, μένουν ακόμη αρκετά να γίνουν σε θέματα όπως η μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, η θέσπιση ενός σταθερού φορολογικού συστήματος και η δημιουργία οικονομικού περιβάλλοντος πιο φιλικού προς την επιχειρηματικότητα. Επίσης, απαραίτητη είναι η διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού και ευέλικτου θεσμικού πλαισίου που διευκολύνει τις επενδύσεις, η μείωση της γραφειοκρατίας και η λήψη των απαραίτητων μέτρων για την υποστήριξη όχι μόνο της υπάρχουσας επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά και για την προώθηση της νέας επιχειρηματικότητας. Όλες αυτές οι ενέργειες μπορούν να επιδράσουν ουσιαστικά στην περαιτέρω ανάκαμψη των εξαγωγών και, επομένως, στην ενίσχυση της αναπτυξιακής πορείας της χώρας.
Επιπλέον, παρά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις, η περαιτέρω επιτάχυνση της κανονιστικής μεταρρύθμισης μπορεί να αποφέρει μεγάλα οφέλη. Οι αγορές προϊόντων στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι από τις πλέον ρυθμιζόμενες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Οι προτεινόμενες πολιτικές περιλαμβάνουν τη μείωση του αριθμού των εμποδίων για την έναρξη και την επέκταση μιας επιχείρησης, την ενίσχυση του νόμου περί ανταγωνισμού και την επιβολή κυρώσεων, τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού, την άρση των περιοριστικών κανονισμών, ιδίως στους τομείς των υπηρεσιών, την αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών πτώχευσης, τη διασφάλιση κράτους δικαίου και ενός αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος, όπου η απονομή δικαιοσύνης δεν καθυστερεί. Η γρήγορη και αποτελεσματική ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να στοχεύει σαφώς στην περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, την εξάλειψη των περιττών και στρεβλωτικών κανονισμών και την ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών φορέων.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, εκτός από τα παραπάνω, απαιτείται η Ελλάδα να διευρύνει και τη βάση του συγκριτικού της πλεονεκτήματος. Η ελληνική οικονομία υστερεί σε κρίσιμους καινοτόμους και διεθνώς ανταγωνιστικούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως και σε μεγάλες επιχειρήσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία και υψηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας. Για να επιτευχθεί, όμως, αυτό ένα ιδιαίτερα σημαντικό προαπαιτούμενο είναι οι νέες επενδύσεις.
«Οι νέες επενδύσεις, επιτρέποντας την εισαγωγή νέων τεχνολογιών και διευκολύνοντας την καινοτομία μπορούν να έχουν καταλυτική επίδραση στη βελτίωση της ποιότητας των ελληνικών εξαγωγών, αυξάνοντας τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής της οικονομίας. Παράλληλα, το περαιτέρω άνοιγμα προς τις αγορές του εξωτερικού, η συμμετοχή σε παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής και η αύξηση των εμπορικών δεσμών με χώρες και επιχειρήσεις που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογίας σε παγκόσμια κλίμακα, θα έχουν ως συνέπεια την απορρόφηση νέων τεχνολογιών από τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και τη διάχυσή τους στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές της προοπτικές», τόνισε ο κ. Στουρνάρας.
Ακόμη, κατά τον κ. Στουρνάρα, σημαντική θετική επίδραση μπορεί επίσης να έχουν η βελτίωση των δικτύων μεταφορών και της εφοδιαστικής μέριμνας (logistics) και η αναβάθμιση των υποδομών τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής, σε συνδυασμό με τις υποδομές γνώσης και καινοτομίας, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο που οι τεχνολογίες αυτές επηρεάζουν την παραγωγικότητα και όλες τις πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας.