Την ικανοποίηση του ΣΕΒ για την τεχνική συμφωνία μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών για την ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης εξέφρασε ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Θεόδωρος Φέσσας, μιλώντας στο 28ο ετήσιο Συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου.
«Θεωρούμε ότι έχει ανοίξει ο δρόμος για να ολοκληρωθεί έγκαιρα το 3ο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής και να ανοίξει η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους, καθώς και για το περιβάλλον που θα κινηθεί η Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος», σημείωσε ο κ. Φέσσας.
Αναφερόμενος στον Αύγουστο του 2018, οπότε και προβλέπεται να ολοκληρωθεί το τρέχον πρόγραμμα, ο κ. Φέσσας ανέφερε: «Όλους πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά η επόμενη μέρα ‘μετά το Μνημόνιο’. Οι προκλήσεις που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε τότε δεν είναι ούτε λίγες ούτε αμελητέες. Γιατί όποιος θεωρεί ότι τα τελευταία 8 χρόνια ήταν μια παρένθεση που κλείνοντάς την θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε αμέριμνοι σε όσα μας οδήγησαν στην κρίση, λέει ψέματα στον εαυτό του και στους άλλους»
Όπως είπε ο πρόεδρος του ΣΕΒ, ‘πισωγύρισμα’ σε ρυθμίσεις και πρακτικές του παρελθόντος είναι ένα σενάριο που πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα είναι σαν να μην έχουμε διδαχθεί τίποτα απολύτως από την πολυετή και επώδυνη περιπέτεια των αλλεπάλληλων μνημονίων».
Σύμφωνα με τον κ. Φέσσα, η όποια χαλάρωση της ξένης εποπτείας θα πρέπει να δώσει τη θέση της σε ένα φιλόδοξο και αποφασιστικό –ελληνικής ιδιοκτησίας- πρόγραμμα που θα συνεχίζει το έργο:
• της απλοποίησης του ρυθμιστικού περιβάλλοντος,
• του ανοίγματος των αγορών,
• της επιτάχυνσης των διοικητικών και δικαστικών λειτουργιών,
• της διαφάνειας και της λογοδοσίας που είναι αναγκαίοι παράγοντες για την προσέλκυση σοβαρών επενδύσεων
• και εν τέλει της αναγκαίας στροφής που πρέπει να κάνει η ελληνική οικονομία στους κλάδους των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών, που έχουν την μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία για όλους μας.
Ο κ. Φέσσας σημείωσε ακόμη ότι «η οικονομία μας σταθεροποιείται και βελτιώνεται. Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν συρρικνωθεί. Οι αγορές λειτουργούν αν και πλημμελώς, λόγω της ισχύος των κεφαλαιουχικών ελέγχων. Το θεσμικό πλαίσιο βελτιώνεται. Η ανάκαμψη, όμως, στηρίζεται περισσότερο σε εξωγενείς παράγοντες- όπως ο τουρισμός και η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Η εσωτερική ζήτηση παραμένει υποτονική. Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών κινείται ακόμη σε αρνητικό επίπεδο. Η οικονομία πάσχει από υποτονική ιδιωτική δαπάνη για κατανάλωση και επενδύσεις, η αποταμίευση παραμένει αρνητική και, βέβαια, οι δημόσιες επενδύσεις συνεχώς περικόπτονται».
Όπως είπε, «ο ρυθμός ανάκαμψης της οικονομίας είναι, έτσι, σε αναντιστοιχία με την τεράστια ώθηση που απαιτείται στις ιδιωτικές επενδύσεις. Επενδύσεις που να ενσωματώνουν το μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου σε εξωστρεφείς κατά κανόνα δραστηριότητες. Επενδύσεις που να οδηγούν σε ταχύτερη απορρόφηση της μεγάλης διαθρωτικής ανεργίας που πλήττει τη χώρα.
«Η εδραίωση της εμπιστοσύνης είναι κρίσιμος παράγοντας για την επιστροφή καταθέσεων και την αξιοποίηση των ρευστών διαθεσίμων των επιχειρήσεων σε νέες επενδύσεις. Το πολιτικό μας σύστημα οφείλει να αφήσει στην άκρη τοξικές αντιπαραθέσεις που οδηγούν σε ακραία πόλωση και αποσταθεροποιούν την κλονισμένη οικονομία. Οι επιχειρήσεις χρειάζονται σταθερότητα και εστίαση όλων των πολιτικών δυνάμεων στην αταλάντευτη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων», τόνισε ο κ. Φέσσας και σημείωσε ότι «η επόμενη μέρα των μνημονίων θα απαιτήσει δύσκολες αποφάσεις και ευρύτερες συναινέσεις για όσα πρέπει ακόμη να γίνουν, ώστε κάποια στιγμή στη χώρα μας να εδραιωθεί μια σύγχρονη ευρωπαϊκή οικονομία».
Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του ΣΕΒ, «οι παθογένειες της Ελλάδας είναι γνωστές και αποδεκτές σχεδόν από όλους. Τί εμποδίζει την προσέλκυση πολλών και σημαντικών επενδύσεων, που θα αυξήσουν τα μεγέθη της οικονομίας, θα δώσουν δουλειές στους Έλληνες και έσοδα στα κρατικά ταμεία:
1. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην σταθερότητα και την σαφήνεια της λειτουργίας του κράτους και του νομοθετικού πλαισίου.
2. Η ανασφάλεια δικαίου καθώς και η βραδύτητα στην απονομή δικαιοσύνης.
3. Η υψηλή φορολογία εργασίας και επιχειρήσεων, που επιβαρύνουν την ανταγωνιστικότητα.
4. Η έλλειψη ενός συνολικού σχεδίου ανάπτυξης της οικονομίας με κατάλληλες νομοθετικές και διαχειριστικές παρεμβάσεις.