Τα πολύ μεγάλα πλεονάσματα του 2016, υψηλότερα των στόχων που επέβαλαν οι δανειστές, δείχνουν ένα αχρείαστο ξεζούμισμα των πολιτών και της οικονομίας, σημειώνει ο πρώην υπουργός Οικονομικών και Καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά Γκίκας Χαρδούβελης.
Σε συνέντευξή στο Capital.gr επισημαίνει ότι η σκληρή δημοσιονομική πολιτική και η παραγωγή υπερ – πλεονασμάτων υποθηκεύουν το μέλλον της Οικονομίας και καθιστούν αναιμική την ελπίδα για μακροχρόνια βιώσιμη ανάπτυξη. «Η επαναφορά της οικονομίας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης απαιτεί πολλά, που δεν γίνονται. Χωρίς επενδύσεις, ας ξεχάσουμε τα περί βιώσιμης ανάπτυξης. Και για να γίνουν επενδύσεις, πρέπει να εφαρμόσουμε αυτά που αρνούμαστε να κάνουμε ή και να αντιστρέψουμε τη σημερινή λανθασμένη πολιτική. Η χώρα χρειάζεται την Αναγέννηση, αλλά βρίσκεται στον Μεσαίωνα», τονίζει ο πρώην Υπ. Οικονομικών.
Οι επενδύσεις
«Έχω την ελπίδα ότι η πολιτική μας τάξη θα λειτουργήσει με όρους Αναγέννησης και όχι Μεσαίωνα. Άλλωστε στην εποχή μας της άμεσης πρόσβασης στην πληροφορία, εύκολα μπορεί ο πολίτης να δει τι συμβαίνει σε δυναμικές και καινοτόμες χώρες και να απαιτήσει παρόμοιες πολιτικές από τους δικούς του πολιτικούς. Θεωρώ λοιπόν ότι θα συνεχίσουμε τις μεταρρυθμίσεις, τουλάχιστον υπό την επίβλεψη των δανειστών για ένα χρονικό διάστημα. Κάποια στιγμή θα φτιάξουμε και τον τρίτο πυλώνα στο ασφαλιστικό και θα μειώσουμε την υπέρογκη φορολόγηση. Όλα αυτά θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αποταμίευση και περισσότερες επενδύσεις».
Ο Τραπεζικός Κλάδος
«Ο τραπεζικός κλάδος, μετά το χτύπημα του PSI του 2012, κατάφερε και αυτός σταθεροποιηθεί στη διάρκεια του 2014. Θυμίζω ότι μετά τα πανευρωπαϊκά stress tests του καλοκαιριού του 2014, οι ελληνικές τράπεζες δεν χρειάστηκαν νέα ανακεφαλαιοποίηση, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Χρειάστηκαν όμως ανακεφαλαιοποίηση το Νοέμβριο του 2015, στη διάρκεια της αχρείαστης δεύτερης ελληνικής κρίσης αφού από το 2015 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξάνονταν πάλι, ενώ η αξία των ενεχύρων τους μειωνόταν. Τότε, τον Νοέμβριο του 2015, ο μηδενισμός της μετοχικής αξίας των τραπεζών κόστισε στα ταμεία του κράτους περίπου 25 δις ευρώ, ενώ το κράτος έχασε και τη μεγάλη συμμετοχή του στις τράπεζες.
Σήμερα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν τον ελέφαντα στο δωμάτιο, όχι μόνο για τις τράπεζες αλλά και για την ελληνική οικονομία. Η νοοτροπία του “δεν πληρώνω” που καλλιεργήθηκε από ορισμένα κόμματα της Αντιπολίτευσης της περιόδου πριν το 2015 έχει οδηγήσει στο φούντωμα των στρατηγικών κακοπληρωτών. Το πρόβλημα μοιάζει με καρκίνωμα που πρέπει να αφαιρεθεί. Αλλιώς μπορεί να οδηγήσει όλους τους δανειζόμενους, και αυτούς που εξυπηρετούν τα δάνειά τους κανονικά, στην ίδια συμπεριφορά, αφού πιθανόν να αισθάνονται ανόητοι να συνεχίζουν μόνον αυτοί να ξεπληρώνουν τα δάνειά τους.
Ίσως η ενεργοποίηση των πλειστηριασμών για ακίνητα μεγάλης αξίας να βοηθήσει προς τη σταδιακή εξαφάνιση των στρατηγικών κακοπληρωτών. Πάντως επείγει να γίνει κάτι ώστε η αποτίμηση των ενεχύρων των τραπεζών να μην υποστεί καθίζηση. Διαφορετικά, οι οικονομικές υποθέσεις πίσω από τα σενάρια των stress tests που θα γίνουν τον Φεβρουάριο-Μάιο του 2018 αναμένεται να είναι ιδιαίτερα αυστηρές, γεγονός που θα επιφέρει αυξημένες νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις».
«Κόκκινα» δάνεια και bad bank
«Η δημιουργία μιας bad bank συζητήθηκε το 2011, λίγο πριν την εφαρμογή του PSI και το κλείσιμο του δεύτερου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής. Κόστιζε πολύ και έτσι δεν προτιμήθηκε. Τώρα η κάθε τράπεζα έχει τη δική της Διεύθυνση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επίσης από το καλοκαίρι του 2016 έχουν μπει συγκεκριμένοι στόχοι ανά τράπεζα για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ανοιγμάτων έως το τέλος του 2019. Το πρόγραμμα αυτό προχωράει κανονικά, αλλά είναι οπισθοβαρές. Υπάρχει αισιοδοξία ότι με την οικονομία έστω και σε ισχνή άνοδο, οι τράπεζες θα μπορέσουν να επιτύχουν τους τελικούς στόχους. Συνεπώς η συζήτηση για bad bank δεν είναι της παρούσης».