Την έντονη ανησυχία τους εκφράζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις για την δυνατότητα πραγματικής διάθεσης πόρων μέσω του Αναπτυξιακού – Επενδυτικού νόμου.
Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας στηρίζει αυτούς τους φόβους του στο γεγονός ότι ο νόμος προτάσσει τις φορολογικές απαλλαγές έναντι της επιχορήγησης και επιδότησης χρηματοδοτικής μίσθωσης ενώ η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου σημειώνει για μια φορά ακόμη την απογοήτευση της για την εξαίρεση των εμπορικών επιχειρήσεων από τις διατάξεις του νόμου.
Το ΒΕΑ σημειώνει σε ανακοίνωσή του ότι μέσω του Αναπτυξιακού Νόμου οι στόχοι της αύξησης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και η επιδιωκόμενη αναπτυξιακή διάσταση, πρέπει όχι μόνο να επιδιώκονται, αλλά να είναι εφικτοί και μετρήσιμοι. Σημειώνεται με έμφαση όμως ότι η αναπτυξιακή διαδικασία πρέπει να προέρχεται από όλα τα μεγέθη επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό διατυπώνονται οι θέσεις ότι:
· τα κεφάλαια που θα διατεθούν μέσω του Α/Ν πρέπει να είναι εκ των προτέρων διακριτά κατά κατηγορία μεγέθους επιχειρήσεων, ώστε να εξασφαλιστούν και οι μικρότερες επιχειρήσεις και να μη λειτουργήσει το αναπτυξιακό και τραπεζικό πλαίσιο περισσότερο υπέρ των μεγάλων επενδυτικών σχεδίων.
Στην ίδια κατεύθυνση ζητείται η εφαρμογή του Α/Ν δίχως εξαιρέσεις:
· θεωρείται απαραίτητο για τα επιχειρηματικά σχέδια μικρότερων επιχειρήσεων η μείωση του minimum ύψους επενδυτικού σχεδίου στις 50.000€
· η διατήρηση της maxιmum αναλογίας 50/50% άυλες δράσεις/ μηχανολογικό εξοπλισμό, για τα μικρά επενδυτικά σχέδια και η διαφοροποίησή της, σε 30/70% για τα μεγάλα επιχειρηματικά σχέδια.
Ζητείται η εκ των προτέρων άρση κάθε ασάφειας, καθορισμός και κάποια ποσοτικοποίηση κριτηρίων, ώστε η αξιολόγηση να είναι στο μέγιστο βαθμό αντικειμενική (π.χ στα κριτήρια αξιολόγησης, η επαγγελματική εξειδίκευση του ανθρώπινου δυναμικού μετά την υλοποίηση της επένδυσης. Στα κριτήρια τεχνολογικής ανάπτυξης, η ανάπτυξη νέων προϊόντων και δραστηριοτήτων και η εφαρμογή καθαρών τεχνολογιών και διαχείρισης αποβλήτων. Στα κριτήρια συμβολής της επένδυσης της οικονομίας και περιφερειακή ανάπτυξη, η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και υπηρεσιών σε διεθνές επίπεδο).
– Θίγονται ζητήματα αναγκαιότητας σταθερού και πλήρως καθορισμένου πλαισίου, για την έγκαιρη προετοιμασία των επενδυτικών σχεδίων με σαφείς κατευθύνσεις, δίχως ανατροπές βάση υπουργικών αποφάσεων.
– Ζητείται αποφυγή αρνητικών καταστάσεων και λαθών του παρελθόντος, όπου καλά οργανωμένα συμφέροντα εξυπηρετήθηκαν μέσω του Αναπτυξιακού Νόμου και κεφάλαια οδηγήθηκαν σε επενδυτικά σχέδια επιχειρήσεων για κάλυψη του ιδίου σκοπού. Στο σημείο αυτό προτάθηκαν αυστηροί μηχανισμοί ελέγχου που θα αποκλείουν την ένταξη παρόμοιων επιχειρηματικών σχεδίων μιας επιχείρησης.
– Πολύ θετική κρίθηκε η υπό όρους ένταξη στις ενισχυόμενες δαπάνες η αγορά παγίων ενεργητικού από επιχειρήσεις που έχουν παύσει να λειτουργούν.
Το ΒΕΑ ζητάει να στηρίξει ο νόμος την ανάπτυξη και των μικρότερων επιχειρήσεων και να μην τις εξαιρέσει εκ προοιμίου, ”με διατύπωση απαγορευτικών αριθμητικών ορίων και τις παράλληλες τραπεζικές πρακτικές, που δημιουργούν πραγματικά εμπόδια στις αναπτυξιακές προσπάθειές τους”.
Η ΕΣΕΕ από την πλευρά της εκφράζει τη δυσαρέσκειά της για την εξαίρεση των εμπορικών επιχειρήσεων από τον αναπτυξιακό – επενδυτικό νόμο. Οι «αναγκαίες εξαιρέσεις» στις οποίες συγκαταλέγεται και το εμπόριο, με δεδομένο ότι δεν προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία, φαίνεται ότι αποτελούν εθνικές επιλογές του υπουργείου, σημειώνει η ΕΣΕΕ.
Ειδικότερα, αναφέρει ότι σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο σχέδιο νόμου, δεν υπάγονται στο καθεστώς ενισχύσεων οι τομείς και κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, εκτός από το χονδρικό και λιανικό εμπόριο αυτοκινήτων και μοτοσικλετών. Επίσης, δεν υπάγονται στο καθεστώς ενισχύσεων τα επενδυτικά σχέδια που συνδέονται με την εξαγωγική δραστηριότητα καθώς και σχέδια εμπορίας εγχώριων προϊόντων.
Ως αποτέλεσμα, 320.000 εμπορικές επιχειρήσεις οι οποίες καλύπτουν σχεδόν το 30% των επιχειρήσεων της ελληνικής οικονομίας, εξαιρούνται από το καθεστώς των ενισχύσεων. Παραμένει αναπάντητο το ερώτημα: ενώ δίνεται η δυνατότητα στις εμπορικές επιχειρήσεις να συμμετέχουν σε επιχειρηματικά πάρκα την ίδια στιγμή αποκλείονται από τον επενδυτικό νόμο.
Ο εμπορικός κόσμος της χώρας ζητά:
Την πλήρη ένταξη του εμπορίου, εισαγωγικού, εξαγωγικού και εφοδιαστικού στις διατάξεις του προς διαβούλευση σχεδίου για το νέο αναπτυξιακό νόμο.
Την ίση μεταχείριση και την άμβλυνση ανισοτήτων, ενώ δεν κατανοεί πως από την γενική επιχειρηματικότητα, τη νεανική επιχειρηματικότητα, τα ειδικά επενδυτικά σχέδια, την δημιουργία συνεργασιών και την επιχειρηματική δικτύωση (clusters) είναι δυνατόν να εξαιρείται ο κλάδος του εμπορίου.
Η ΕΣΕΕ ζητά επιτέλους, η πολιτεία να στηρίξει έμπρακτα τις υγιείς δυνάμεις αυτού του τόπου και να αποδείξει, στο χρόνο «μηδέν» που πλησιάζει για την ελληνική οικονομία, ότι διαθέτει αναπτυξιακό σχέδιο και στρατηγική που θα καθορίζει τις προϋποθέσεις, θα απλοποιεί τις διαδικασίες, θα εξασφαλίζει την αξιολόγηση και θα ενισχύει την συμμετοχή χωρίς αποκλεισμούς. Σε αυτό το νέο αναπτυξιακό σχέδιο κεντρικό ρόλο πρέπει να κατέχει το ελληνικό εμπόριο, ώστε να υπάρξει άμεση επιστροφή στην ελληνική παραγωγική προσπάθεια της χώρας μας. Ελπίζουμε ότι ο Υπουργός θα παρέμβει και θα επανορθώσει την τεράστια αδικία προς τον εμπορικό κόσμο της χώρας.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις επιμέρους διατάξεις του νομοσχεδίου:
Οι εμπορικές επιχειρήσεις θα πρέπει να ενταχθούν στο καθεστώς ενίσχυσης του Νέου Επενδυτικού Νόμου.
Συνακόλουθα, θα πρέπει οι εφοδιασμοί πλοίων στο εξωτερικό από ελληνικές επιχειρήσεις να μην λογίζονται ως «πωλήσεις ειδικού προορισμού» αλλά ως εξαγωγές, που είναι στην πραγματικότητα και ως τέτοιες ισχύουν στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι προτεινόμενες φοροαπαλλαγές αφορούν τις ήδη κερδοφόρες επιχειρήσεις και όχι την πλειονότητα των επιχειρήσεων που βρίσκονται υπό την απειλή του λουκέτου, με αποτέλεσμα να καθίσταται μη ελκυστικός στα μάτια εκείνων (των μικρομεσαίων) που πραγματικά τον περίμεναν σαν σανίδα σωτηρίας προκειμένου να ανταπεξέλθουν στα τεράστια οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Οι διατάξεις του Νέου Αναπτυξιακού Νόμου όσο και να προσπαθούν να πείσουν για ισομερή ανάπτυξη τόσο στο Κέντρο όσο και στην Περιφέρεια, στην ουσία συμβάλλουν στη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης και στη μη παροχή κινήτρων στους δυνητικούς επενδυτές Επαρχιακών – Περιφερειακών περιοχών.
Η μετατροπή του ΤΕΜΠΜΕ σε ΕΤΕΑΝ (Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης) είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα επιφέρει να προσδοκώμενα ευεργετικά αποτελέσματα προς τις επιχειρήσεις. Κι αυτό γιατί η εύρυθμη λειτουργία του ΕΤΕΑΝ βασίζεται αποκλειστικά στη μεγάλη συμμετοχή του Χρηματοπιστωτικού τομέα και τη βούληση των τραπεζών για το πως θα διαθέσουν τα επιδοτούμενα από την ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) κεφάλαια.
Το φλέγον ζήτημα που αναδύεται είναι αυτό των κριτηρίων που θα ορισθούν από τα Χρηματοπιστωτικά ζητήματα και τα οποία θα πρέπει να τηρούνται από τις επιχειρήσεις προκειμένου οι τελευταίες να γίνουν λήπτες των συγκεκριμένων επιδοτήσεων – επιχορηγήσεων. Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα εάν οι τράπεζες σκοπεύουν να διαθέσουν αξιοκρατικά τα παραπάνω ποσά ή εάν προσβλέπουν στην παρακράτηση τους για εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων και αναγκών.
Άλλωστε, η πρόσφατη εμπειρία της λειτουργίας του ΤΕΜΠΜΕ αποτελεί ένα άριστο παράδειγμα για τη σωρεία προβλημάτων που προκλήθηκαν, όσον αφορά τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, με κυριότερα όλων τη χρονοτριβή στην έγκριση δανείων, τα απαγορευτικά επιτόκια και την καθυστέρηση της απόδοσης χρημάτων από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις στις δικαιούχες επιχειρήσεις. Συλλήβδην θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε πως το άμεσο ζητούμενο από την ίδρυση και λειτουργία του ΕΤΕΑΝ είναι η αποκατάσταση της ροής προς τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και τόνωση της αγοράς με τα απαραίτητα κεφάλαια.
Ακόμη ένα σημαντικό θέμα το οποίο δεν αναφέρεται στις διατάξεις του νέου Νόμου, είναι το γεγονός πως δίνεται άμεση λύση στην κωλυσιεργία που παρατηρείται στην έκδοση άδειας λειτουργίας στις ελληνικές επιχειρήσεις, η οποία μπορεί να διαρκέσει από 8 έως και 12 μήνες, την ίδια στιγμή που στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες η ίδια διαδικασία απαιτεί 2 – 3 βδομάδες. Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να αποσαφηνιστεί πως η διαδικασία της έκδοσης άδειας μίας επιχείρησης, η οποία διαρκεί μόλις 48 ώρες, είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από την έκδοση άδειας λειτουργίας της ίδιας επιχείρησης, η οποία μπορεί να διαρκέσει έως και έναν χρόνο.
Στις διατάξεις του νέου Αναπτυξιακού αναφέρεται πως το 75% των επιχορηγούμενων κεφαλαίων αποτελούν αφορολόγητα αποθεματικά δηλαδή στις επιχειρήσεις οι οποίες πραγματοποιούν κέρδη θα δίνεται η δυνατότητα να μην εκπληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις με την αίρεση (προϋπόθεση) πως θα διαθέσουν τα αδιανέμητα κέρδη τους σε επενδυτικές δραστηριότητες. Ενώ η πρόταση φαίνεται εκ πρώτης όψεως αρκούντως ελκυστική και ενδιαφέρουσα, πάσχει στην υπόθεσή της για κερδοφόρες επιχειρήσεις και καθιστά το Νέο Αναπτυξιακό μη λειτουργικό.
Είναι γεγονός πως στις μέρες μας είναι ελάχιστες οι επιχειρήσεις οι οποίες παρουσιάζουν κέρδη και είναι κυρίως αυτές οι οποίες ανήκουν στις Μεγάλες Επιχειρήσεις και αποτελούν μονοπώλια και μέλη ολιγοπωλίων. Επομένως, επανερχόμενοι στην πρώτη μας παρατήρηση, γεννιέται το ερώτημα για το πως θα καλυφθεί το 75% που προβλέπεται από το Νόμο. Το υπόλοιπο 25% αφορά άμεσες επιχορηγήσεις και συνδυάζεται με το νεοεισαχθέντα θεσμό της συγκριτικής αξιολόγησης. Σύμφωνα με τον τελευταίο θα διορίζονται αξιολογητές από το Υπουργείο, οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα να «κόβουν» την επενδυτική πρόταση μίας επιχείρησης, παρόλο που η τελευταία μπορεί να είναι οικονομικώς υγιής, και να εγκρίνουν την πρόταση ανταγωνίστριας επιχείρησης μόνο και μόνο επειδή υπερτερεί έστω και τυπικά στην βαθμολογία που οι ίδιοι έχουν βάλει. Τα κριτήρια που θα διαμορφώνουν την τελική βαθμολογία ορίζονται από το ίδιο το Υπουργείο (Νομική μορφή επιχείρησης, Βιωσιμότητα, Εμπειρία Μετόχων, Εξειδίκευση, Ποσοστό Ιδίας Συμμετοχής, Τεχνολογική Ανάπτυξη, Δημιουργία Θέσεων Απασχόλησης κ.α.) και όπως είναι λογικό γεννιούνται έντονες αμφιβολίες για τη διαφάνεια της επιλογής των συγκεκριμένων ατόμων αλλά ακόμη περισσότερο για τις προθέσεις των τελευταίων.
Παράλληλα, ενώ θα έπρεπε να αποτελεί πρωταρχικό στόχο των υπευθύνων η θέσπιση ταχύτερων διαδικασιών έγκρισης των επενδυτικών προτάσεων ώστε να μην παρουσιάζονται χρονοτριβές και καθυστερήσεις, η ως άνω διαδικασία της συγκριτικής αξιολόγησης όχι μόνο δεν επιλύει το χρόνιο αυτό πρόβλημα αλλά αντίθετα το εντείνει μέσω της αύξησης του γραφειοκρατικού κόστους και των ανούσιων εξόδων.
Το Άνοιγμα – Κλείσιμο του Αναπτυξιακού Νόμου κάθε έξι μήνες, Απρίλιο – Οκτώβριο, αποτελεί από μόνη της μία διαδικασία άκρως αντιαναπτυξιακή καθώς αποτελεί τροχοπέδη στην προώθηση άμεσων αναπτυξιακών σχεδίων των οποίων η έγκριση θα πρέπει αναγκαστικά να καθυστερεί έως και έξι μήνες (μεγάλη και αδικαιολόγητη χρονοτριβή και χάσιμο χρόνου).
Το μέγιστο προβλεπόμενο ποσοστό ενισχύσεων (50%) αποκλείει τους μικρούς επενδυτές, οι οποίοι όταν θα αναζητήσουν τα συγκεκριμένα κεφάλαια είτε δεν θα υπάρχουν είτε δεν θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά, εξαιτίας του μικρού μεγέθους που διαθέτουν και του έντονου ανταγωνισμού από τις μεγαλύτερες μεγέθους επιχειρήσεις.