Ενίσχυση των εξαγωγών, ανάδειξη των τυποποιημένων προϊόντων, μείωση της φορολογίας και πάταξη της παράνομης / χύμα διακίνησης προτείνουν ο ΣΕΒ και οι Διεπαγγελματικές Οργανώσεις «Ελαιόλαδου & Ελιάς», «Μελιού & Λοιπών Προϊόντων Κυψέλης», «Αμπέλου & Οίνου» που ανέλαβαν από κοινού πρωτοβουλία για την προώθηση προϊόντων υψηλής αξίας που παράγονται από την Ελληνική γη, όπως είναι το λάδι, το μέλι και το κρασί, στις διεθνείς αγορές.
Όπως επισημαίνουν, τα συγκεκριμένα προϊόντα μπορούν να ανταγωνιστούν διεθνώς με διαφοροποίηση και ποιότητα και όχι πάντα με χαμηλή τιμή. «Όμως, τονίζουν, στην προσπάθεια να παραμείνουν διεθνώς ανταγωνιστικά, συναντούν εμπόδια μέσα στη χώρα όπως το λαθρεμπόριο, ο αθέμιτος ανταγωνισμός, οι παράνομες ελληνοποιήσεις και η άσκοπη επιβολή ειδικών φόρων.
Παράλληλα, ένα δαπανηρό συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα διεθνούς προβολής δρομολογείται ήδη από την Ελληνική Πολιτεία χωρίς συντονισμό και συνέργειες με τους επαγγελματίες των κλάδων. Η ποιοτική υστέρηση υποδομών μεταφοράς και αποθήκευσης, οι ξεπερασμένες (μη ανταποδοτικές) επιδοτήσεις και ο παρεμβατισμός στους συνεταιρισμούς δεν ευνοούν την ανάπτυξη. Ως σημαντικότερη προτεραιότητα για την ποιοτική αναβάθμιση των εγχώριων προϊόντων αναδεικνύεται η καθιέρωση ενός κοινού σήματος ποιότητας που θα αποδίδεται βάσει συγκεκριμένης διαδικασίας πιστοποίησης και θα διακρίνει τα ελληνικά προϊόντα στις διεθνείς αγορές».
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ, ο μέσος Ελληνικός κλήρος παραμένει μικρός, συνδεδεμένος με συνεχείς επιδοτήσεις και αποδίδει σε ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά στρέμμα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, περίπου 60% λιγότερο σε σύγκριση με την Ιταλία των επώνυμων, υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντων αγρο-διατροφικής αλυσίδας.
Ειδικότερα, τα χαρακτηριστικά της αγοράς ανά προϊόν έχουν ως εξής:
-Το βασικό πλεονέκτημα του ελληνικού ελαιόλαδου είναι η εξαιρετική του ποιότητα: πάνω από το 75% της ετήσιας παραγωγής ανήκει στην κατηγορία του εξαιρετικού παρθένου, με πολύ υψηλού επιπέδου οργανοληπτικά χαρακτηριστικά. Τα μειονεκτήματα είναι το σχετικά υψηλό κόστος παραγωγής οφειλόμενο στον κατακερματισμένο κλήρο, και την έλλειψη τυποποίησης. Επίσης η εγχώρια αγορά υποφέρει από σημαντικές στρεβλώσεις, λόγω διάθεσης «χύμα» ελαιόλαδου χωρίς παραστατικά, με αποτέλεσμα τον αθέμιτο ανταγωνισμό και την απώλεια εσόδων για το κράτος. Η έλλειψη τυποποίησης και ελέγχων ποιότητας συνεπάγεται την απώλεια εισοδήματος για τους παραγωγούς. Χωρίς πιστοποίηση της ποιότητας του ελαιόλαδου, η πώληση γίνεται σε μειωμένη τιμή, σε αντίθεση με την τυποποιημένη και επώνυμη πώληση.
Σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές, το ελαιόλαδο αποτελεί το 5ο σημαντικότερο εξαγωγικό προϊόν της χώρας με εξαγωγές πάνω από 500 εκατ. ευρώ ετησίως, αλλά η έλλειψη τυποποίησης έχει σαν αποτέλεσμα πάνω από 50% της παραγωγής να εξάγεται «χύμα» στην Ιταλία.
-Το ελληνικό μέλι έχει ιδιαίτερα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά και γι’ αυτό προτιμάται από Έλληνες και ξένους καταναλωτές. Η ελληνική κατανάλωση τυποποιημένου μελιού είναι 2.804 τόνοι ετησίως (2016). Ο κατακερματισμός είναι ιδιαίτερα εμφανής και εδώ, με περιορισμένο αριθμό μεγάλων συσκευαστών. Οι εξαγωγές μελιού είναι 1.536 τόνοι αξίας 8,06 εκατ. ευρώ (μέση αξία 5 ευρώ ανά κιλό). Αντίστοιχα οι εισαγωγές είναι 2.772 τόνοι αξίας 6,8 εκατ. ευρώ (μέση αξία 2,5 ευρώ ανά κιλό) με σημαντικές ποσότητες εισαγόμενου μελιού από χώρες εκτός Ε.Ε. σε πολύ χαμηλή τιμή. Η ευρωπαϊκή αγορά είναι σημαντικά εισαγωγική, και εισάγει 170,000 τόνους μελιού ετησίως. Λόγω της πολύ χαμηλής τιμής εισαγόμενου μελιού (τουλάχιστον στο 50% του εγχώριου) δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα για την ελληνικότητα και την ποιότητα ιδιαίτερα φθηνών προϊόντων. Επίσης αναδεικνύονται οι δυσλειτουργίες των τελωνείων και των ελέγχων της αγοράς που δεν αντιμετωπίζουν τη λαθρεμπορία, τον αθέμιτο ανταγωνισμό και τις παράνομες «ελληνοποιήσεις».
-Η εξαγωγική δραστηριότητα του ελληνικού κρασιού ανέρχεται σε 73,7 εκατ. ευρώ, με κύριους εξαγωγικούς προορισμούς τις χώρες της ΕΕ, και υπολογίζεται στο 12% της ετήσιας παραγωγής, ενώ αντίστοιχα οι εισαγωγές οίνου προς την Ελλάδα ανέρχονται σε Euro30 εκατ. Στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς η εγχώρια κατανάλωση ανέρχεται σε 2,9 εκατ. εκατόλιτρα (27 λίτρα κατά κεφαλήν) με μερίδιο αγοράς του χύμα κρασιού στην ελληνική αγορά το 60%. Σε σχέση με άλλες σημαντικές χώρες παραγωγούς οίνου, η ελληνική παραγωγή είναι σχετικά μικρή αλλά η απόδοση ανά εκτάριο είναι συγκρίσιμη με τα επίπεδα της Ιταλίας. Με βάση τα στοιχεία της ΚΕΟΣΟΕ, φορολογήθηκε με ΕΦΚ μόνο το 47,2% των δηλωθεισών ποσοτήτων οίνου, ενώ διέφυγε του φόρου το 52,8%.