Τι προβλέπει το πολυνομοσχέδιο
Τις διατάξεις με τις οποίες θα χορηγούνται οι άδειες καζίνο περιγράφει το πολυνομοσχέδιο της κυβέρνησης με τις «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής», υπογραμμίζοντας μεταξύ άλλων ότι η «Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων» (ΕΕΕΠ) χορηγεί άδεια λειτουργίας επιχείρησης καζίνο σε υπό ίδρυση ή υφιστάμενη ανώνυμη εταιρία καζίνο («ΕΚΑΖ»), κατόπιν αιτήσεως που υποβάλλεται κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, για τη χορήγηση από την ΕΕΕΠ άδειας λειτουργίας νέας επιχείρησης καζίνο, απαιτείται η προηγούμενη προκήρυξη της παραχώρησης νέας άδειας λειτουργίας καζίνο από την ΕΕΕΠ, αφού εκδοθεί κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών, Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Τουρισμού, με την οποία καθορίζεται η προσδιοριζόμενη βάσει διοικητικών, πολεοδομικών και λοιπών παραμέτρων, θέση ίδρυσης και λειτουργίας της επιχείρησης καζίνο, εφόσον έχει γίνει σχετική χωροθέτηση με νόμο ή προεδρικό διάταγμα. Η έγκριση της χρήσης για το ακίνητο που θα δεχτεί την επένδυση κατά τα λοιπά, υλοποιείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8 «Ειδικά Χωρικά Σχέδια» του ν. 4447/2016 (Α’241), στην περίπτωση που αυτή δεν περιλαμβάνεται στις ισχύουσες χρήσεις γης. Η ΕΕΕΠ προκηρύσσει διεθνή πλειοδοτικό διαγωνισμό για την παραχώρηση της άδειας εντός έξι (6) μηνών από την έκδοση της εν λόγω κοινής υπουργικής απόφασης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 363 και 364.
Οι επιχειρήσεις που διαθέτουν άδεια καζίνο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2206/1994 και του ν. 3139/2003, εξακολουθούν να λειτουργούν υπό το υφιστάμενο κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου καθεστώς και κατά τις υφιστάμενες κατά τον ίδιο χρόνο διατάξεις, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν ως προς αυτές τις επιχειρήσεις. Οι εν λόγω επιχειρήσεις μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς του παρόντος νόμου, εφόσον τους χορηγηθεί άδεια λειτουργίας καζίνο από την ΕΕΕΠ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 371, οπότε εφαρμόζονται και σ’ αυτές οι διατάξεις του παρόντος νόμου.
Με εξαίρεση τις επιχειρήσεις που διαθέτουν άδεια λειτουργίας καζίνο βάσει των διατάξεων του ν. 2206/1994 και του ν. 3139/2003, η λειτουργία καζίνο προϋποθέτει τη σύναψη σύμβασης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, και του παραχωρησιούχου. Για επιχειρήσεις που διαθέτουν άδεια λειτουργίας καζίνο βάσει των διατάξεων του ν. 2206/1994 και του ν. 3139/2003 και υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4, τροποποιούνται η σχετική σύμβαση παραχώρησης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της επιχείρησης και, με απόφαση της ΕΕΕΠ, η υφιστάμενη άδειά τους, εκδιδομένης νέας αδείας λειτουργίας κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Οι άδειες είναι προσωποπαγείς και δεν επιτρέπεται να μεταβιβαστούν ολικώς ή μερικώς σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Κάθε άδεια έχει ενιαίο και αδιαίρετο χαρακτήρα και δεν επιτρέπεται η κατάτμησή της σε επιμέρους δικαιώματα άσκησης μίας ή περισσότερων μεμονωμένων δραστηριοτήτων. Απαγορεύεται η με οποιονδήποτε τρόπο εκμίσθωση ή συνεκμετάλλευση της άδειας με τρίτους.
Οι άδειες λειτουργίας καζίνο διακρίνονται σε: α) άδεια λειτουργίας καζίνο απλού τύπου και β) άδεια λειτουργίας καζίνο ευρέος φάσματος δραστηριοτήτων.
Με απόφαση της ΕΕΕΠ καθορίζονται κριτήρια για την υπαγωγή των ΕΚΑΖ στις ανωτέρω κατηγορίες, όπως το ύψος της επένδυσης, το είδος των εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων, ο αριθμός των τεχνικών μέσων και υλικών που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή των παιγνίων, το μέγεθος και η έκταση των κύριων και επικουρικών χώρων και εγκαταστάσεων, ο αριθμός και ο τύπος των θέσεων εργασίας και άλλα πρόσφορα κριτήρια. Με την ίδια απόφαση μπορεί να ρυθμίζεται και κάθε άλλο ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των ανωτέρω. Για υφιστάμενες επιχειρήσεις, που λαμβάνουν άδεια ΕΚΑΖ σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, λαμβάνονται υπόψη το ύψος της υφιστάμενης επένδυσης και, εν γένει, της αξίας της επιχείρησης, όπως αυτή αποτιμάται κατά το χρόνο χορήγησης άδειας λειτουργίας ΕΚΑΖ. Η μέθοδος και οι κανόνες της αποτίμησης, καθώς και η διαδικασία διενέργειάς της καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών, και Τουρισμού, ύστερα από γνώμη της ΕΕΕΠ.