Επιτάχυνση ανάπτυξης στην Ελλάδα το 2018, στην περιοχή του 2,1%, εκτιμά το ΙΟΒΕ, το οποίο σημειώνει ότι θα απαιτηθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών μεσοπρόθεσμα με το να γίνει περισσότερο ανοιχτή και λιγότερο ελεγχόμενη κεντρικά.
Διαφορετικά, προειδοποιεί ότι η τρέχουσα ανάκαμψη θα αποδειχθεί μόνο προσωρινή». Στην τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την οικονομία υπογραμμίζεται ότι το 2018 θα είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό και κρίσιμο έτος.
Στο βαθμό που δεν θα εκδηλωθούν σημαντικές εκπλήξεις, η ανάκαμψη της οικονομίας θα συνεχιστεί, και σχετικά θα ενδυναμωθεί, κατά τη νέα χρονιά. Η κεντρική εκτίμηση είναι ότι η μεγέθυνση σε πραγματικούς όρους λίγο κάτω από 1,5% την περασμένη χρονιά θα αυξηθεί σε λίγο πάνω από 2% για την τρέχουσα.
Η κεντρική αυτή πρόβλεψη, όμως, προϋποθέτει συστηματική, έστω και μικρή, βελτίωση του επενδυτικού κλίματος. Χωρίς ανάκαμψη των επενδύσεων, η οικονομία θα βρεθεί και πάλι σε οδυνηρή στασιμότητα.
Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ, Νίκο Βέττα, δεν μπορεί να υποτιμάται το γεγονός πως ο ρυθμός μεγέθυνσης για το περασμένο έτος ήταν μόνο στο μισό από τον στόχο που είχε τεθεί από την οικονομική πολιτική μέσω του προϋπολογισμού και του προγράμματος.
Συνολικά, ακόμη και μια μεγέθυνση λίγο άνω του 2% στην τρέχουσα χρονιά θα υπολείπεται του επιπέδου που αφενός θα σηματοδοτούσε τη σημαντική άμβλυνση των κινδύνων για τους δυνητικούς επενδυτές και αφετέρου θα βελτίωνε αισθητά την κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων που σήμερα κινούνται οριακά. Σε σύγκριση με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών οικονομιών, η απόκλιση θα αυξάνεται αντί να μειώνεται.
Το ΙΟΒΕ είναι ιδιαίτερα επικριτικό ως προς κάποιες πλευρές που καλλιεργούν την ιδέα ότι με το τέλος του προγράμματος το καλοκαίρι η Ελλάδα θα απελευθερωθεί από τους περιορισμούς το πρόγραμμα και θα συνεχίσει την πορεία από εκεί που σταμάτησε πριν από δέκα χρόνια.
Οπως σημειώνει «αυτό αφορά πολιτικούς που μπορεί να μην επιθυμούν να αφήσουν τον υπερβολικό έλεγχο της οικονομίας, επιχειρήσεις που επιδιώκουν οφέλη από ειδική μεταχείριση και από μια δυσλειτουργική δημόσια διοίκηση που δημιουργεί εμπόδια εισόδου στις αγορές τους, καθώς επίσης και ομάδες ειδικών συμφερόντων που είναι πρόθυμες να συμμετέχουν σε παίγνια αποκόμισηςπροσόδων.
Το κέντρο του προβλήματος, της οικονομίας μας αναφέρεται, εξακολουθεί να είναι η ιδιαίτερα ασθενής δυναμική των επενδύσεων και συνακόλουθα των εξαγωγών. Προϋπόθεση, λοιπόν, για ισχυρή ανάπτυξη είναι η μεταστροφή του επενδυτικού κλίματος, η οικοδόμηση εμπιστοσύνης από το ελληνικό πολιτικό σύστημα ότι θα είναι φιλικό προς τους επενδυτές, παρέχοντάς τους διαφανείς κανόνες, αποτελεσματική και επιτελική δημόσια διοίκηση και σταθερό και απλό φορολογικό πλαίσιο.
Η τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ προβλέπει συνέχιση της περυσινής ώθησης στην εγχώρια οικονομία από τις εξαγωγές (+7,0%) ενώ εκτιμά ελαφρώς μικρότερη την συμβολή των επενδύσεων στην αύξηση του ΑΕΠ (+16%), από επιτάχυνση ΠΔΕ, σε εξωστρεφείς τομείς (μεταποιητικούς, τουρισμό) και σε αποκρατικοποιήσεις – ιδιωτικοποιήσεις.
Το ΙΟΒΕ εκτιμά περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας το 2018, από νέα διεύρυνση της απασχόλησης στους εξωστρεφείς τομείς οι οποίοι συνέβαλαν και πέρυσι στην πτώση της. Επίσης μεγαλύτερη συμβολή στην απασχόληση από τον Κατασκευαστικό τομέα (ΠΔΕ, ιδιωτικοποιήσεις, νέες οικοδομές). Διεύρυνση της απασχόλησης, μόνιμης και προσωρινής, στο δημόσιο τομέα. Εκτιμά στην περιοχή του 20% την ανεργία το 2018, ίσως ελαφρώς χαμηλότερα.
Για το τραπεζικό σύστημα εκτιμά συνέχιση της σταδιακής αποκατάστασης εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα, με σημαντικές προκλήσεις να παραμένουν το 2018.
H χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα παρέμεινε σε πτωτική τροχιά το 2017, αν και με φθίνοντα ρυθμό, τάση η οποία αναμένεται να συνεχιστεί φέτος, τουλάχιστον έως την ολοκλήρωση του stress test των τραπεζών και τη διαχείριση των αποτελεσμάτων του και την περαιτέρω πρόοδο στη διαχείριση των “κόκκινων δανείων”.
Στις θετικές τάσεις που καταγράφηκαν πέρυσι και αναμένεται να συνεχιστούν το 2018, περιλαμβάνονται η σταδιακή αλλά σταθερή επιστροφή καταθέσεων, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, καθώς και η ήπια περαιτέρω χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, αναφέρεται.